Σαν σήμερα,στις 2 Φεβρουαρίου 1853 γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου ο σατιρικός ποιητής, δημοσιογράφος κι εκδότης Γεώργιος Σουρής. Στην εποχή του έτυχε πανελλήνιας αναγνώρισης, ενώ προτάθηκε και για το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ενέπνευσε πολλές γενιές ανθρώπων μέχρι και σήμερα. Θα δούμε ένα ποίημά του ,επίκληση στις Μούσες!
Στις Μούσες-ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΡΗΣ
Ω Μούσες κρινοδάκτυλες, της Μνημοσύνης κόρες,
μ' αφροπλασμένα σώματα κι' ολόχρυσες πλεξίδες,
οπού χαρίζετε γλυκές, στους λατρευτούς σας ώρες,
που χύνετε στα στήθη των παρηγοριές κι' ελπίδες,
και ονειρεύονται συχνά και βλέπουν κόσμους άλλους,
χωρίς χρηματιστήρια, μεσίτας και δασκάλους.
Ω Νύμφες, όπου παίζετε εις απατήτους τόπους,
που λούζεσθε μες στ' άγια νερά της Κασταλίας,
χωρίς να τα λερώνετε σαν τους κοινούς ανθρώπους,
κι' αρμονιών ευρίσκετε απείρους ποικιλίας,
και νανουρίζεσθε γλυκά εντός των καλαμώνων
και λαρυγγίσματα τρελά μυρίων αηδόνων.
Ω σεις που μ' αερόποδας γοργοπετάτε ίππους,
που θέλετε νεότητα και στήθη να σφριγούν.
Φαιδρών χορών συμπλέγματα στης Καλυψούς τους κήπους,
κι' οι Έρωτες κι' οι Χάριτες παντού σας κυνηγούν,
που δίνετε στους φίλους σας μονάχα μία λύρα,
αλλά ποτέ δεν βάζετε στη τσέπη των μια λίρα.
Όπου κι' αν είσθε τρέξετε τριγύρω μου και πάλι,
τόσον καιρό σας άφησα χρυσές μου Νύμφες, μόνες,
τόσον καιρό εθόλωναν το άδειο μου κεφάλι
του Κλάσεν και του Φιντικλή γραμματικοί κανόνες.
Τόσον καιρό δεν έπαυσα το νου μου να ζαλίζω
και με χαρτιά λογής λογής της τσέπες να γεμίζω.
Τόσον καιρό βουβάθηκα και είχα συντροφιά μου
ερμηνευτάς, σχολιαστάς, σοφούς λογιωτάτους,
τόσον καιρό επάλευα κλειστός στην κάμαρά μου
με απολύτους γενικάς και με απαρεμφάτους.
Τόσον καιρό επάλευα μονάχος και μ' εκείνα
τα σοβαρά Γερούνδια και τρυφερά Σουπίνα.
Τόσον καιρό εγύριζα σκυφτός και σαστισμένος
και μ' έτρεφαν αδιάκοπες δασκαλικές μουρμούρες,
τόσον καιρό εξέχασα σε ποιο ανήκω γένος,
και Σιμιτέλων έβλεπα και Φιντικλήδων μούρες.
Τόσον καιρόν δεν ήξευρα αν κόσμος άλλος είναι,
και αν υπάρχει θάλασσα, γη ουρανός, Αθήναι.
Φανείτε τώρα, Μούσες μου, να δω τα πρόσωπά σας,
που διώχνουν λύπες και καημούς και τις καρδιές φτερώνουν,
σηκώσετέ με γρήγορα επάνω στα φτερά σας,
και παμ' εκεί, που Έρωτες πετούν και ζευγαρώνουν.
Και μια στιγμή στη λίμνη σας αφήσατε να μείνω,
τον ρύπο τον δασκαλικό για πάντα να ξεπλύνω.
Εις τη φωτιά τα σχόλια, ο Κλάσεν και οι άλλοι!
έλα και πάλι πετακτή, ω πρώτη μου φαιδρότης!
Μακράν μου σεις οι άγριοι και σκυθρωποί δασκάλοι,
που γίνεται σιχαμερή για σας η αρχαιότης.
Μακράν, ω φαύλα ρήματα βλακών λεξικογράφων,
που πνεύματος και σώματος ανοίγετε τον τάφον.
Οι άνθρωποι και οι Θεοί εκείνοι των Ομήρων,
αυτή εδώ του Κέκροπος η κομψοτέρα πόλις,
οι γέλωτες των Σειληνών, οι κώμοι των Σατύρων,
ο χαιέστατος λαός της υφηλίου όλης
μας ζωγραφίζεται στρυφνός, ωχρός και μαραμένος
από αυτό το ρυπαρόν των μωροσόφων γένος.
Εμπρός ελάτε, Μούσες μου, και σεις ω Τροβαδούροι,
για δώσετε στο χέρι μου και πάλι το κονδύλι,
ω! ας μην κλίνουν ρήματα τ' αγέλαστά μου χείλη.
Μακράν από εδώλια και από μωροσόφους,
δώστε μου γέλια και ζωή και τους παλιούς συντρόφους.
Πηγή: Βικιθήκη