Η βεντάλια στην ποίηση (Ποιήματα)

Η βεντάλια στην ποίηση (Ποιήματα)

Βεντάλια. Απομεινάρι μιας εποχής γεμάτης κομψότητα και χάρη. Τι είπαν οι ποιητές;

Μαύρη Βεντάλια του Χρόνου- ΖΕΦΗ ΔΑΡΑΚΗ

Μα λες και ήταν πέρασμα δρόμου το δωμάτιο
η πόρτα ανοίγει και
μπαίνει μέσα εκείνη η γριά κοπέλα
με τις πυκνές ρυτίδες γύρω απ'τα μάτια σε κοιτάζει γελώντας
με μιαν ειρωνικότητα
που παρατείνεται για ώρα
Και όλο ψαχουλεύει το πρόσωπό της
και αγριεύεται γύρω σου ο αέρας
Της ψιθυρίζεις να φύγει μα δεν ακούει
μήτε κουνιέται παρά σιγά-σιγά
χάνονται οι ρυτίδες απ'το πρόσωπό της
Κι ομορφαίνει απέραντα σαν παιδούλα
χρυσάνθεμο που ανοίγει στο δωμάτιο
Κι ανθίζουνε οι τοίχοι
Κι αρχίζουνε τα έπιπλα να μετακινούνται
καθώς κατεβάζει και χαϊδεύει ντροπαλά τα ουράνια
επάνω στα φουστάνια της
Και μια δαιμονισμένη αθωότητα αχνίζει από τα μάτια της
Και πάλι αρχίζει να σουρώνει και ν'ασχημίζει
και απότομα επάνω σου κλείνει
Μαύρη βεντάλια το χρόνο

Πηγή: "Το Ιερό Κενό", εκδόσεις Ύψιλον, 1988

Χαϊκού-ΚΑΤΙΝΑ ΜΕΤΣΙΟΥ

Βεντάλια κλειστή
τ ' Αυγούστου τα τζιτζίκια
απολύθηκαν.

Πηγή: https://ennepe-moussa.gr

Τα χρυσά οροπέδια-ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ

στο Γκαμπόν
στις όχθες του Ογκουέ
φιάξανε μιά μουτσούνα
κι’ όποιος τη φορά
παριστάνει
το φεγγάρι και τον ήλιο
την ώρα του χορού

για μάτια της εβάλανε μια περιστέρα
για ματόκλαδα εβάλαν το παράπονο της περιστέρας
για στόμα της εβάλαν τ' όνομα του Μπολιβάρ
μιά τρύπα μ’ αναμμένα κάρβουνα
και δάκρυα
κι’ ιερά λείψανα μαρτύρων
είναι το γένι της
κι’ ο ποταμός Ογκουέ είναι το χτένι της κι’ η αγάπη της

τώρα η βάρκα μας πλέει απαλά στον ποταμό
από τις όχθες μας γνέφουν και μας χαιρετούν τα δέντρα
κι’ εγώ κρατώ πάνω στο στήθος μου τη
μάσκα
λέω τις προσευχές της Βιθυνίας
βυθίζω απαλά το χέρι μου στο νερό το χλιαρό

στις εκβολές του ποταμού
τα σκυλόψαρα μας βλέπουνε λοξά
και τραβούν πέρα
–δεν αρμόζουνε θωπείες στα σκυλόψαρα–
χελιδονόψαρα
πετούν τριγύρω μας
στο πρόσταγμά μας

τα φοινικόδεντρα
κατά το σχήμα τους
είν’ άλλοτε η βεντάλια
άλλοτε το παρασόλι του Παρασκευά
την ώρα του χορού

το πουλί μου
είναι
το
πουλί
μου
και πάντα μου
Ευθαλία Αθανασία Θάμαρ Καλλιόπη
σας αγαπώ

Πηγή: «Έλευσις», 1948

Χρόνος-ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ

Άνοιξε το στήθος της σαν μια βεντάλια και έγειρε
την ώρα που σηκώνονται οι θρύλοι των σκοτεινότερων
πόλεων. Μόνο μια οδοντοστοιχία κροτάλισε
και το παρόν εχάθηκε για πάντα. Στα παλαιά του
βήματα έμεινε κάτι από κατιτί άλλο. Η νύχτα
συνεπήρε τα υπόλοιπα κλωνάρια και στη ρίζα του
δέντρου έμεινε σποδός.

Πηγή: "Υψικάμινος" εκδόσεις "Άγρα",1980

Αίνος στους καλούς ποιητές-ΘΑΝΑΣΗΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ

Στον καιρό του πολέμου
σκάρωνα βεντάλιες από κάλυκες∙
ήταν προσιτό κι ακίνδυνο.

Τώρα, σ’ αυτή την αγροικία,
δημιουργώ μπουκέτα,
φυτεύω σπαράγγια και φτέρες,
αλλά μου τις κουρεύουν∙
ιδίως όταν είναι κόκκινες.

Οι καλοί ποιητές είναι επικίνδυνοι
γιατί ξαναγεμίζουν τους κάλυκες
και –προπαντός– γιατί πυροβολούν.

Πηγή:" Ληξίαρχος", 1966

Ερωτικό- ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ

Τώρα το βράδυ
που τα δέντρα ερωτοτροπούν
με τις λικνιστές βεντάλιες τους,
θα ’θελα να ’βλεπα εδώ μπροστά
το σώμα σου,
βροχή, βρεμένο χώμα,
βουλιάζω και γλιστρώ
στα υγρά χαντάκια του κορμιού σου
και το χαμόγελό σου
ποτάμι στα μαλλιά.
Έτσι θα σε ήθελα.
Όλον μια προσφορά,
ένα ποίημα που ζωντάνεψε
παράλογα κι ανέλπιστα
μια νύχτα που
στη φαντασία όλα επιτρέπονται.

Πηγή: "Σχέσεις σιωπής", Εκδόσεις Εγνατία,1984

Οἱ θεῖες-ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΣΙΔΗΡΑ

Ποῦ πήγανε ὅλες αὐτὲς οἱ θεῖες
ποὺ μὲ φιλεύανε γλυκὸ τοῦ κουταλιοῦ
μ’ ἕνα σιρόπι — κλάμα μακρινὸ —
ποὺ κάποιο πένθος διαρκείας
δὲν τὸ ἄφηνε νὰ δέσει.
Ὀνόματα ρουφῆχτρες:
Καλλιόπη, Ἀγλαΐα, Περσεφόνη
ποὺ λὲς τὶς ἐξαφάνισαν
μὲς στὶς παρωχημένες ἔννοιές τους.
Πάντα θαρρεῖς γριές, πάντοτε
μὲ μιὰ βεντάλια ἀνοικτὴ
κάποια κρυφή τους θλίψη νὰ λικνίζει.
Πῶς φύγαν ἔτσι, μόνο
μ’ ἕνα σύρσιμο ἁπαλὸ φρρρ... φρ...
μιᾶς γκρίζας φούστας ἄχαρης, μακριᾶς.
Καὶ πῶς ἀποζητάω τώρα
τὰ φιλιὰ ποὺ ἀποστρεφόμουν!
Τρίχες σκληρές, ἐνστάσεις μιᾶς ζωῆς
ποὺ ξεφυτρώνανε ἀνεξέλεγκτες
μὲς ἀπ’ τὶς κρεατοελιές τους
ἀχινοί, μαῦρα μου ἀγκάθια
ποὺ μὲ ἀγκυλώνουν πάλι.

Πηγή:"Ο πιο μικρός περίπατος",Εκδόσεις Πλανόδιον,1998

Οι τρεις γκέισες-ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΡΙΖΩΝΗ

Τρεις γριές γκέισες περάσαν από δω
η Ερημιά, η Σιωπή και η Απόγνωση
τρυπούσαν με τις βεντάλιες τους το τζάμι
η ψυχή έσκαβε στα ορύγματα των στίχων
δεν τις άνοιξε.

Οι τρεις γκέισες πέρασαν, ξαναπέρασαν
και θύμωσαν
έβγαλαν τότε απ’ τα μαλλιά τους τις βελόνες
και τις βύθιζαν στα ποιήματα
ράγισε το χαρτί
φάνηκαν από μέσα οι σταυροί
και τα άλλα γυμνά έπιπλα της ποίησης
αποκαλύφθηκαν τα έλκη των ονείρων.

Η ψυχή καθόταν στο βάθος αμέριμνη
δοκίμαζε πιπέρι κι άγριο μέλι
μαζί με κάποιον άγνωστο
που έκλαιγε πολύ.

Πηγή: "Ο ράφτης Ραντοσλάβ από το 1470", 2001

Αντιγόνη-ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ

Πάντα κάτι ξεχνάει η Αντιγόνη, όταν φεύγει.
Ένα δαντελένιο γάντι στα μεταξωτά σεντόνια,
μιαν αχνιστή σταγόνα από λεμόνι
στο μάγουλο του φίλου,
ένα φευγαλέο άγγιγμα στο μπράτσο του εραστή,
ένα αποτύπωμα χειλιών στο πορσελάνινο φλιτζάνι
του τσαγιού που μισοπίνει βιαστικά.
Είναι η Αντιγόνη που ξεχνά,
το αραχνοΰφαντο μαντίλι μουσκεμένο
από τα ξαφνικά δάκρυα της στιγμής,
το ομπρελίνο της βαμμένο στα χρώματα
της εύθραυστης βροχής.
Είναι η Αντιγόνη που ξεχνά,
το φόρεμά της θροΐζει καθώς τρέχει,
η βεντάλια της αλλάζει εποχές.
Πάντα κάτι ξεχνάει η Αντιγόνη.
Γι’ αυτό και πάντα φεύγει.
Μόνο κάποιες νύχτες, αρχίζει κάτι να θυμάται,
τότε φοράει τη νεκρική της μάσκα,
ρίχνει στάχτη στα μαλλιά της,
θαμμένη στη σπηλιά της
θρηνεί τους άταφους νεκρούς της.

Πηγή: "Η αποχώρηση της Λαίδης Κάπα", 2004

Περιμένοντας στις ανασκαφές-ΡΙΑ ΦΕΛΕΚΙΔΟΥ

Περιμένοντας στις ανασκαφές
Μια βροχή
που έδωσε το λόγο της.
Ένα σπουργίτι
που ορκίστηκε πως θα πεθάνει.
Μια λεπίδα
που στη λάμψη της τυφλώθηκα.
Ένα κανάτι
που διαβάζει πλεύσεις στο νερό.
Περιμένοντας έναν πέτρινο ήχο.
Μια απολιθωμένη βεντάλια.
Ένα φονικό εργαλείο.
Μέσα στα γέλια
ένα κακό πνεύμα.
Μέσα στη ζέστη
μια ακόμη αναπνοή.
Μέσα στην ηδονή
μια παρανοϊκή κραυγή.
Μέσα στα ερείπια
μια υπάκουη αράχνη.
Περιμένοντας μάταια
ένα βλέμμα.

Πηγή: " Αυτά",Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2008

Πρόσωπα-ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΝΤΟΣ

Συσπάσεις μυών. Χαμόγελα συναλλαγών.

Βεντάλια γίνονται οι μορφές που έζησες.
Την κλείνεις και μένει ένα περίγραμμα –
το δικό σου.
Μιλάς αιχμηρά, μιλάς στρογγυλά,
μιλάς επίπεδα. Μιλάς στα χαμένα.
Δεν μπορείς να μιλήσεις καμιά γλώσσα.
Δαγκώνεις τις λέξεις. Γίνεται το στόμα σου
φαρμακείο. Τότε στα μουγκά βλέπεις
τα κέρδη των επιχειρήσεων να αυξάνονται
και τον εργάτη να βιδώνει βίδες.
το Σάββατο πάνε εκδρομή την ιδεολογία τους
–και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα–

Όλοι ξέρουν σε τι κατεστραμμένες πόλεις
συναντιόμαστε, χειμώνα καιρό με τσιγάρα,
νερό και ένα ψόφιο σκυλί έξω από το ποίημα.

–Χρειάζονται απαλές κινήσεις
όταν αποφασίσεις να ξεχωρίσεις
τη ζωή σου από τους άλλους–

Πηγή:Τα ποιήματα (1970-2010),Τόπος (Μοτίβο Εκδοτική),2013

Δίχως αισθαντικότητα καμιά-ΘΑΝΟΣ ΓΩΓΟΣ

Ανάμεσα στα μικροσκοπικά της δάκτυλα
Που αλείφουν την πόλη τ’ απογεύματα
Και όχι πολύ μακριά από αυτό που αποκαλούν μυαλγία
Στις εφτά και δεκαέξι ακριβώς
Μια τρύπα στο χρονικό των ταχυδευτερολέπτων

Ανοίγει
Και όπως
ΑΝΟΙΓΕΙ

Ανοίγουν και δυο βεντάλιες
Γοητευτικές
με τις οξείες τους
και τα ποιήματά της
νιφάδες
Να εκτρέπουν αυτή τη γυμνή φιλαρέσκεια
που επιδέξια τόσο έχει δημιουργήσει.

Πηγή: «Μεταιχμιακή χαρά»,Εκδόσεις Φαρφουλάς,2013

Μπορώ να είμαι απλώς-ΜΑΡΙΑ ΦΙΛΗ

Καθώς απ’ το γυρτό μπαλκόνι τ’ ουρανού
Κυλούσε ο ένας ήλιος μετά τον άλλον
Ως την κορυφή της σηκωμένης μου μύτης
Τις κορυφές του στήθους και των χειλιών,
Αμέσως άσπρισε ένας πόθος σε χνούδι νεότητας.

Μπορώ να είμαι απλώς η σουρικάτα σου
Τεντωμένη σε χορδή από τον ουρανό δεμένη
Με μάτια μύγδαλα στους ορίζοντες της γης
Όλους τους ήλιους να φανατίζω στην ουρά μου.
Αν σου φανεί μονότονη η υψομετρία της ερήμου
Και μοναχικό το απόβραδο της σπηλιάς

Απ’ τις οάσεις την πιο αγαπημένη σου να βρεις
Και να με τοποθετήσεις μέσα κεκλιμένη
Ανατολική ανάκλιντρη Οδαλίσκη σου
Ανάμεσα σε κρόσσια σε παγόνια σε βεντάλιες
Ανάμεσα σε σένα και σε ήλιους σφηνωμένους σε
Κηροπήγιο ορειχάλκινο ή χρυσό ή σ’ επιθυμώ

Κράτα το πλάι μου τη νύχτα
Πολυτιμότατο φως φανάρι
Ότι νέος πόθος θα γεννηθεί
Από στιγμή σε στιγμή φωτός.

Πηγή: "Το Πιο παράξενο απόκτημα των εντόμων", εκδόσεις Μελάνι, 2014

Η κυρία Ειρήνη-ΔΗΜΗΤΡΑ Χ.ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

Την πένθησαν ειλικρινά.
Μα με τα χρόνια
Παρηγορήθηκαν αυτοί που την αγάπησαν.
Μόνη της κάθεται πια στα σκαλοπάτια
Και γευματίζει κίτρινα λουλούδια πελώρια
Τείνοντας στους περαστικούς τη βεντάλια:
«Προφυλαχτείτε! Με τον θερμόν αέρα
Λιώνουν τα πρόσωπα από παγωτό
Που τόσο λαίμαργα, τόσο απολαυστικά
Καταβροχθίζει ο έρωτας..»
Παιδάκια παίζουν μες στη βρόμικη ζάχαρη,
Αυτοκίνητα φρενάρουν στα φανάρια,
Κάποιος εντέλει θα ενοικιάσει
Αυτό το σπίτι με τα κίτρινα αποφάγια
Που έχουν μια τέτοια εγκάρδια μυρωδιά.

Πηγή: "Παράκτιος οικισμός", Μελάνι,2017

Μια καθυστερημένη διαπίστωση-ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΙΓΚΡΑΣ

Ακόμη κι όταν
Εν ορδαίς
Διασχίζαμε τους νυχτερινούς ανοιξιάτικους κήπους
Μικροί περίπου σειληνοί
Εναλλάσσοντας ουά και ζήτω
Με ενδιάθετα στο στήθος
Έμβρυα «σ’ αγαπώ»
Αφυπνίζοντας ακανθυλίδες
Που αποκοίμιζαν τα ράμφη σε ουραίες βεντάλιες
Ραντίζοντας με τη δροσιά των ρόδων
Τα ματωμένα γόνατά μας
Ως λάβαρο υψώνοντας
Ένα μισοκαμένο
–Ίσως από το άγγιγμα του φεγγαριού–
Αερόστατο
Ακόμη και τότε
Χωρίς να το γνωρίζουμε
Προετοιμαζόμασταν
Για τη μοναδική συνάντηση
Με τον
Φιλάργυρο
Πορθμέα

Πηγή: "Ποιήματα",Ενδυμίων,2018

[Μόνο γιατί αγάπησα το βλέμμα σου...]-ΔΩΡΑ ΚΑΣΚΑΛΗ

[Κάποτε επουλώνεται]

Μόνο γιατί αγάπησα το βλέμμα σου,
αγάπησα αυτή την πόλη.
Λιμνοθάλασσα που την ανάσα πνίγει
τσακίζοντας με τα υγρά της δάχτυλα τα στήθη.
Αρχαίο σταυροδρόμι εμπόρων,
προσφύγων και τυχοδιωκτών.
Στα υπόγεια οι σκελετοί,
στ’ αυθαίρετα δώματα η προίκα
και στα μπαλκόνια οι μπουγάδες
των ξεπλυμένων μας ονείρων.

Κάποιοι από ανάγκη μείναμε,
γιατί το αίμα ζήτησε πατρίδα.
Στις σκεπαστές τις αγορές
εμπορευτήκαμε την τρυφερότητα
και στον Βαρδάρη ξεπουλήσαμε
για κατοστάρικα τη σάρκα.
Φωτογραφίσαμε τα Κάστρα και
την ομορφιά σε τσιμεντένιους
λαβύρινθους λεηλατήσαμε,
ανάβοντας φρυκτωρίες από νέον.
Ψάξαμε έναν να βρούμε λόγο
τη βαρυφορτωμένη νύφη ν’ αγαπήσουμε
κάνοντας έρωτα σφοδρό το συνοικέσιο.
Δώσαμε την ορμή μας αντιπαροχή,
ταξίδια ανταλλάξαμε με βεντάλιες σπανιόλικες
ποδίτσες από το Τιρόλο.
Τιμήσαμε την υπαλληλία καταθέτοντας
πτυχία κι αναλυτικές βαθμολογίες.
Βαφτίσαμε νέα μπλοκ πολυκατοικιών
με ευτελή ονόματα.

Μόνο γιατί αγάπησα τα μάτια σου
που το χρώμα τους μου διαφεύγει,
μόνο γιατί εσύ στόλισες το φθαρμένο
κ’ έκανες το τυχαίο ένδοξο,
εγώ αυτή την πόλη αγάπησα.

Πηγή:" Κάπου ν’ ακουμπήσεις", Εκδόσεις Μελάνι,2018

Εσάνς-ΣΟΦΙΑ ΠΕΡΔΙΚΗ

Βρίσκομαι σε σημείο βρασμού
γαλακτοφόρου σώματος
όταν αρχίζω ν' αναβλύζω μύρα.
Όποτε χτυπά σπασμωδικά
τα φτερά της κάποια πεταλούδα
πεπιεσμένης βεντάλιας
σε τσάντα γυναικεία
ξεπετάγομαι ως εσάνς
κι ανοίγω το ιώδες μου τριαντάφυλλο
ποτισμένο με σησαμέλαιο
που τρυπάει τα ρουθούνια
αόρατων συντηρητών
του ανελκυστήρα
με το παθητικό του άρωμα.
Αθροίζω πενήντα μιλιγκράμ
και κρύβομαι
σε φαγεντιανό μπουκαλάκι
όπου παριστάνω την αδελφή ψυχή
όμοια με αγία επιχρυσωμένη
σε προθήκη ναού.
Όλοι όσοι την επισκέπτονται
φοράνε κίτρινα
φωσφορούχα ενδύματα
μην και χαθούνε φεύγοντας
στα μαύρα σκοτάδια.
Τοποθετούμαι με κινήσεις
αβρών χεριών
μπροστά σε καθρέφτη
πριν καταλήξω να ψιθυρίζω
πίσω από λοβούς αυτιών.
Αφήνω τ' αναθήματά μου
σε κέντρα στέρνων
ερωτοχτυπημένων.

Πηγή: Ανθολογία πεζού και ποιητικού λόγου diP generation, εκδόσεις Μανδραγόρας, 2020

Μαύρο- ΔΗΜΗΤΡΑ ΣΑΧΑΡΙΔΟΥ

Κατέβαινα το χωμάτινο μονοπάτι
Φτάνοντας στην άκρη της άμμου το ύψιλον
Γυάλιζε σκοτάδι και θαλασσινή επανάληψη
Τα κύματα να συγκροτήσω τα αλάτια
Το ύψος να φράξω με τα χέρια
Να κρατήσω τη μαύρη θάλασσα όρθια
Το σώμα όλο μία προσπάθεια
Κι όμως
Στεγνή στεκόμουν μονάδα κατακόρυφη
Στεγνή στεκόμουν για ώρες απλησίαστες
Για στιγμές ξηρά ξυράφια
Κάθε κύμα -ανάπτυγμα βεντάλιας - και ηχώ
στοιβαζόταν και πιο πάνω
Αφρός μαύρος πάνω σε αφρό
Ώσπου ήρθε και το έσχατο και κάθισε στη θέση την ψηλότερη
χωρίς πια να βλέπω με τα μάτια
Και τότε όλα σίγησαν
Η γη έκοψε· θρυμματίστηκε η σκέψη
Μπήκαν τα δάχτυλά μου μες στο χρόνο
Νύχτα και θάλασσα γίναν ένα
τα όρια είχανε χαθεί
Φωσφόριζε η πλήρωση στα μάτια
Έμβρυο σε μήτρα συμπαντική
Τα λόγια κι οι αισθήσεις ξοδεμένες
Σάστισμα χρόνου η διάρκεια και το θαύμα άηχο
Κι όλα μετά κατέρρευσαν σε έναν παφλασμό
Με αμετάκλητη βαρύτητα σαν ιεροτελεστία
Η νύχτα σβήνοντας συνέχιζε
με καταργημένη γλώσσα
Το αύριο στο βάθος
ξεκινούσε άσπρο
Φούσκωνε

Πηγή:"Ενδιάμεση", Εκδόσεις Ενύπνιο,2020

Κάπου πίσω απ’τα κυκλώπεια τείχη -ΠΕΡΣΕΑΣ ΡΙΖΟΣ

Γλώσσα της ερήμου, σου φυτεύω το ερυθρόδερμο λουλούδι!
Εγώ είμαι, ο πολιορκητής σου
Κάπου πίσω απ’ τα κυκλώπεια τείχη ίσως μέσα στην καρδιά
Όπου τ’ ανθρώπινα πνεύματα ξεδιπλώνουν τις δαντελένιες τους
βεντάλιες
Ηχώ χαρμόσυνο κουδούνι ποδηλάτου
Καθώς η στιγμή έφτασε που συγγενεύουμε με τα ποτάμια
Και με το άστρο που τυφλώνεται
Για να τραφεί με μεγαλύτερα του εαυτού του οράματα
Πάλλω ιλαρό τερέτισμα στο στήθος
Καθώς οι καιροί επαναπλάθονται σε μια στιγμή σπουδαία που
είναι χρέος μου να προσπαθήσω να αρθρώσω το πτηνόν
Το πιο ιπτάμενο του μυστηρίου:
Εγώ, μέσα σε μια ακινησία, προς όλες τις κατευθύνσεις
Εγώ, σαν μια κατάφαση, που αναδύθηκε μέσα απ’ όλες τις
αρνήσεις
Εγώ το άθυρμα μιας προγενέστερης των λέξεων καμπύλης από
ένα ταυτόχρονο ανασήκωμα φρυδιών
Όλων των ζώων
Ένα πλατύ χαμόγελο, που ξέφυγε απ’ τους γλύπτες
Που διάβασα τα χείλη του φωτός
Σαν μικρό παιδί καθισμένο στους γλουτούς της νύχτας
Χωρίς φεγγάρι, ξίφος, ή άλλα αισθητήρια όργανα

Πηγή:Ποιήματα,Εκδόσεις Φαρφουλάς,2021

Φωτοχυσία-ΑΥΓΗ ΛΙΛΛΗ

καὶ σῶσόν με

Στης γης το βασίλειο με το φως
να γεννιόμουνα ένα σκαθάρι,
το χώμα να σκαρφαλώνω στάρι
στάρι, μέχρι τον θώρακα ο καιρός
να φέρει στο χορτάρι ένα δείλι.
Δροσιά, πάχνη, όαση: βεντάλια
με σμαραγδένια φύλλα∙ δόξα σοι!
Σκαλί σκαλί καθέτως στη στήλη
θα φτάσω, στο μυστικό υπερώο:
τη ραχοκοκαλιά σου. Τη βία
θα υμνώ των ισχίων τα βράδια,
με αχόρταγα θα υψώσω χάδια
στη λεκάνη σου ένα ηρώον,
θα ξαναγράψω τη ζωολογία.

Πηγή: «Στην άκρη μια ουρά»,Εκδόσεις Θράκα,2021

Τόκιο, παράσταση Καμπούκι-ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ

Καταγράφει τα πάντα:

"...Ένας όγκος τυλιγμένος στα λευκά
το κράτημα
η ένταση της αναμονής
η σχεδόν ασήκωτη οδύνη
η μετρημένη, η βαριά κίνηση
που καταλήγει σε χορό
μιας απρόοπτης πεταλούδας-

άλλοτε πάλι η βεντάλια του πάθους
κλείνει σε στοργή
σε άγγιγμα χρυσάνθεμου
ή όπως ένα ορτύκι μιμείται το θείο

η χάρις
αλλά και η σφοδρότητα των εκπλήξεων..."

Σηκώνεται
βγαίνει από το θέατρο
χάνεται μέσα σ’ ένα χαϊκού
δεν πρόλαβε αυτή τη φορά
ν’ ανοίξει τα φτερά της.

Πηγή: stixoi/info

Καλοκαιρινό-ΘΟΔΩΡΗΣ ΒΕΛΙΣΣΑΡΗΣ

Πικρός και άνυδρος του κόσμου ο καημός,
απλώνει ατάραχα στης δύσης τη βεντάλια.
Λαγοκοιμούνται οι φύλακες και δεν τον νιώθουν,
δεν ιστορούν στα παιδιά τους πονεμένα χαρτιά και φεγγάρια.

Απλώνει ατάραχα στα ψεύτικα βράδια,
κλειδώνουν τα στόματα και οι μυρτιές,
δυνάστες και θύτες κρεμάνε φωτάκια στις αλυκές.
Πονάω μητέρα, δε φέγγουν πτηνά.
Δεν ακούω ανάσες και φορτηγά.
Γιατί το ένα σκούζει, το άλλο κράζει;
Πόσο αγαπά το δάσος τη μιλιά;

Πηγή: stixoi/info

Αφιέρωση δεύτερη-ΑΝΝΑ ΑΧΜΑΤΟΒΑ

Ο.Σ.

Εσύ είσαι Αράχνη – Ψυχή
Που με ασπρόμαυρη βεντάλια
Αέρα μου κάνεις σκυμμένη πάνω μου.

Μυστικά θέλεις να μου πεις
Πως πέρασε το Καλοκαίρι
Και περιμένεις την επόμενη Άνοιξη.

Μην μου υπαγορεύεις, τ’ ακούω κι εγώ:
Μια βροχή ζεστή χτυπάει τη στέγη,
Ψίθυρους ακούω από τον κισσό.

Κάποιος μικρός αποφάσισε να ζήσει
Πρασίνισε, φούντωσε, προσπάθησε
Αύριο σε νέο αστραφτερό αντίσκηνο
Θα κοιμηθώ –
μόνη, μονάχη με τον εαυτό μου.

Εκείνο που οι άνθρωποι άνοιξη ονομάζουν,
Εγώ το λέω μοναξιά.

Κοιμάμαι –
Και ονειρεύομαι τη νιότη μας,
Εκείνη, τη στιγμή που έφυγε
Στον ξύπνιο μου,
Αν θέλεις, στην δίνω να θυμάσαι,
Σα να ’ναι φλόγα καθαρή μέσα στη λάσπη,
σα γαλανθός στου μνήματος την άκρη.

25 Μαΐου 1945, Σπίτι στη Φοντάνα

Μετάφραση: Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης

Πηγή: https://www.lifo.gr

Μάταιον Αίτημα-ΣΤΕΦΑΝ ΜΑΛΑΡΜΕ

Πριγκηπέσσα! Ζηλεύοντας τη μοίρα αυτής της Ήβης
ζωγραφισμένης στο τάσι αυτό, έκθετης στο φίλημα των χειλιών σου
Το πνεύμα μου εξαντλώ, μα είμαι ντροπαλός σαν τον παπά
και δε θα εμφανιστώ ποτέ γυμνός πάνω στη πορσελάνη.

Μια και δεν είμαι το σγουρόμαλλο σκυλάκι σου
η καραμέλα, το κοκκινάδι σου, τα μάτια σου που ξεγελούν
και που ωστόσο πάνω μου νιώθω να πέφτει τη ματιά τους.
Ξανθιά εσύ, που κομμωτές σου θεϊκοί, οι χρυσόχοοι είναι!
Φώναξέ με... συ που τ' άλικα χαμόγελά σου
με ήμερων αρνιών κοπάδια έρχονται να ενωθούν
βοσκώντας στις επιθυμίες κι εκστατικά βελάζοντας

Φώναξέ με... κι ο φτερωτός ο Έρωτας σε μια βεντάλια θα με βάλει
κρατώντας τη φλογέρα τη στάνη μου να νανουρίζω
Πριγκηπέσσα, ονόμασέ με βοσκό των χαμογέλιων σου...

Πηγή: "Ποίηση και μουσική",Εκδόσεις Γαβριηλίδη,1999


Έρευνα-Επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Καραπάνου

 

 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr