Βουτηγμένος στις πιο γλυκές παιδικές αναμνήσεις μας...πάντα ένας πολύχρωμος χαρταετός. Πετά στο ατέρμονο ταξίδι του ονείρου! Γι'αυτόν γράφτηκαν και πανέμορφα ποιήματα!
Ο χαρταετός – ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
Κι όμως ήμουν πλασμένη για χαρταετός.
Τα ύψη μου άρεσαν ακόμη και όταν
έμενα στο προσκέφαλό μου μπρούμυτα
τιμωρημένη
ώρες και ώρες.
Ένιωθα το δωμάτιό μου ανέβαινε
δεν ονειρευόμουν – ανέβαινε
φοβόμουνα και μου άρεσε.
Ήταν εκείνο που έβλεπα πώς να το πω
κάτι σαν την «ανάμνηση του μέλλοντος»
όλο δέντρα που έφευγαν βουνά πού άλλαζαν όψη
χωράφια γεωμετρικά με δασάκια σγουρά
σαν εφηβαία – φοβόμουνα και μου άρεσε –
ν’ αγγίζω μόλις τα καμπαναριά
να τους χαϊδεύω τις καμπάνες σαν όρχεις και να χάνομαι…
Άνθρωποι μ’ ελαφρές ομπρέλες περνούσανε λοξά
και μου χαμογελούσανε.
κάποτε μου χτυπούσανε στο τζάμι: «δεσποινίς»
φοβόμουνα και μου άρεσε.
Ήταν οι «πάνω άνθρωποι» έτσι τους έλεγα
δεν ήταν σαν τους «κάτω».
είχανε γενειάδες και πολλοί κρατούσανε στο χέρι μια γαρδένια.
μερικοί μισάνοιγαν την μπαλκονόπορτα
και μου ’βαζαν αλλόκοτους δίσκους στο πικ-απ.
Ήταν θυμάμαι «Η Αννέτα με τα σάνταλα»
«Ο Γκέυζερ της Σπιτσβέργης»
το «Φρούτο δεν εδαγκώσαμε Μάης δεν θα μας έρθει»
(ναι θυμάμαι και αλλά)
το ξαναλέω – δεν ονειρευόμουν
αίφνης εκείνο το «Μισάνοιξε το ρούχο σου κι έχω πουλί για σένα».
Μου το ’χε φέρει ο Ιππότης-ποδηλάτης
μια μέρα πού καθόμουνα κι έκανα πως εδιάβαζα
το ποδήλατο του με άκρα προσοχή
το ’χε ακουμπήσει πλάι στο κρεβάτι μου.
υστέρα τράβηξε τον σπάγκο κι εγώ κολπώνομουν μες στον αέρα
φέγγανε τα χρωματιστά μου εσώρουχα
κοίταζα πόσο διάφανοι γίνονται κείνοι πού αγαπούνε
τροπικά φρούτα και μαντίλια μακρινής ηπείρου.
φοβόμουνα και μου άρεσε
το δωμάτιο μου ανέβαινε
ή εγώ – δεν το κατάλαβα ποτέ μου.
Είμαι από πορσελάνη και μαγνόλια
το χέρι μου κατάγεται από τους πανάρχαιους Ίνκας
ξεγλιστράω ανάμεσα στις πόρτες όπως
ένας απειροελάχιστος σεισμός
που τον νιώθουν μονάχα οι σκύλοι και τα νήπια.
δεοντολογικά θα πρέπει να είμαι τέρας
και όμως η εναντίωση
αείποτε μ’ έθρεψε και αυτό εναπόκειται
σ’ εκείνους με το μυτερό καπέλο
που συνομιλούν κρυφά με τη μητέρα μου
τις νύχτες να το κρίνουν. Κάποτε
η φωνή της σάλπιγγας από τους μακρινούς στρατώνες
με ξετύλιγε σαν σερπαντίνα και όλοι γύρω μου
χειροκροτούσαν – απίστευτων χρόνων θραύσματα
μετέωρα όλα.
Στο λουτρό από δίπλα οι βρύσες ανοιχτές
μπρούμυτα στο προσκέφαλό μου
θωρούσα τις πηγές με το άσπιλο λευκό πού με πιτσίλιζαν.
τι ωραία Θεέ μου τι ωραία
χάμου στο χώμα ποδοπατημένη
να κρατάω ακόμη μες στα μάτια μου
ένα τέτοιο μακρινό του παρελθόντος πένθος.
Πηγή: Μαρία Νεφέλη
Οι χαρταετοί –ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ
Σε ορισμένους τόπους ονομάζουν τα χέρια χέρες. Στα Ακρο-
κεραύνεια πετούν γυπαετοί. Στις πανωσιές σουρώνει η θάλασ-
σα και αναγαλλιάζει. Στις ανοικτές πλατείες τα παιδιά πε-
τούν το Μάρτη χρωματιστούς αετούς από χαρτί.
Κόκκινοι, πράσινοι, κίτρινοι και κάποτε γαλάζιοι, οι
Χάρτινοι αετοί λυσίκομοι και με μακριές ουρές, πετούν επάνω
Από την πόλη, όπως επάνω από την φτέρη των υψηλών βου-
νών οπι αετοί.
Εκστατικά υψώνουν τα παιδιά τα χέρια. Δείχνουν τους
χάρτινους κομήτες με τις μακριές ουρές. Ουράνιοι δράκοι
πιο ψηλά τα αεροπλάνα, βροντούν και γράφουν στο στερέω-
μα με άσπρους καπνούς τις λέξεις:
ΚΑΛΑ ΛΕΟΝΑ ΝΟΛΑ ΠΥ.
Είναι η ώρα κάτασπρη, η έκστασις γαλάζια. Η πόλις
αχνίζει από ηδονή. Κουνούν τις χέρες τα παιδιά και, ακόμα,
από τα στόματά των πηδούν σαν πίδακες οι λέξεις:
ΚΑΛΑ ΛΕΟΝΑ ΝΟΛΑ ΠΥ.
Πηγή: Οκτάνα, εκδόσεις Ίκαρος
Χαρταετοί-ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ
Χαρταετοί είμαστε,
χαρταετοί πιασμένοι στα ηλεχτρικά σύρματα.
Μ’ εκείνους τους κομμένους σπάγγους,
μ’ εκείνα τα ξεσχισμένα χαρτιά,
μ’ εκείνη την εγκατάλειψη στον άνεμο,
μ’ εκείνη την εγκατάλειψη στον εμπαιγμό,
μ’ εκείνη την εγκατάλειψη στο τέλος.
Πηγή: Νέα παγκόσμια ποιητική ανθολογία Ρίτας Μπούμη-Νίκου Παππά,Διόσκουροι
Γαλάζια σπλάχνα-ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ
Κάτοικε του ονείρου
μαζεύω τη φωνή μου από κάθε άκρη
και το υπόλειμμά της αυτό στη σινδόνη των δέντρων
κ’ εκείνο κει ψηλά στο σκουριασμένο βράχον
όπου οργίζεται ο γερο-κόρακας
συγκεντρώνομαι
για τη μεγάλη αποκάλυψη
ρίχνω στον άνεμο μακρόσυρτη αγάπη:
Τη θέλω εγώ την απελπισία μου
δεν την ανταλλάσσω με θαλπωρή άλλη
έχασα.
Μα χάνουν και τ’ άνθη
τ’ άνθη ανοίγουν το μοναδικό παράθυρο…
Κάλλιο να πλανηθεί ο χαρταετός μου
δε θέλω πια ν’ αγγίξω τα χρώματά του
κλείνω τα μάτια μου για να δω.
Είναι η φωνή που με διασχίζει
κι άλλοτε που χτυπά στον άκμονα
χίλιες φορές.
Είναι η φωνή από ένα βάθος:
Για πάντα να μην έχεις
τίποτα για τ’ αληθινά χέρια
μονάχος
ανήμπορος εκστατικός
σ’ αυτή την άξαφνη γιορτή του δευτερόλεπτου
που
παραδίδεται ο κόσμος.
Πηγή: Τα ποιήματα Α΄ (1961-1978),Ίκαρος
Ο χαρταετός-ΡΙΤΑ ΜΠΟΥΜΗ-ΠΑΠΑ
Με χαρτί χρωματιστό
γόμμα, σπάγκο και καλάμι
δείτε το χαρταετό
με τα χέρια μου έχω κάμει!
Ξετυλίγω την κλωστή
λίγο λίγο απ’ το κουβάρι
πώς με σέρνει, λες ζητεί
στα ουράνια να με πάρει!
Δροσερό καθώς φυσά
τ’ αεράκι τ’ Απριλίου
τον πηγαίνει ως τα χρυσά
σκαλοπάτια του ηλίου!
Ουρανέ μου μακρυνέ
σε φιλώ με τα ματάκια,
πόσο απέχεις όμως, ναι,
απ’ τα δυο μου τα χεράκια!
Κι αν μ’ ενώνει μια κλωστή
με το γαλανό σου ατλάζι,
είναι τόσο, αχ, λεπτή,
που σε μια στιγμούλα σπάζει.
Πηγή:http://www.katiousa.gr
Χαρταετοί στον ουρανό...-ΡΕΝΑ ΚΑΡΘΑΙΟΥ
Κάθε Καθαρή Δευτέρα
ανοιξιάτικέ μου αέρα ,
στα παιδιά μας λες : εντάξει
ο αετός σας θα πετάξει.
Φύσα αγέρα λεβεντιά
παίξ’ αετό με τα παιδιά
φεύγει ο αετός ψηλά
και στον άνεμο μιλά.
Φρρρ! Ακολουθούν κι άλλοι ,
πιο μικροί και πιο μεγάλοι.
Ένας χάρτινος στρατός
ξάφνου κολυμπάει στο φως.
Του αγέρα οι καλεσμένοι ,
τα πολύχρωμα ντυμένοι ,
παν σε ουρανού γιορτάσι ,
σκουλαρίκια , ουρά , κεφάλι.
Φύσα , λεβεντιά μου αγέρα !
Κάθε Καθαρή Δευτέρα ,
των παιδιών ψυχή και νους
χαρταετός στους ουρανούς.
Πηγή: http://zouzounoparea.blogspot.com
Οι χαρταετοί-ΤΑΚΗΣ ΚΟΛΙΑΒΑΣ-ΜΩΛΙΟΤΑΚΗΣ
Στα φυσήματα τ'αγέρα οι χαρταετοί ανεβαίνουν
με το παρδαλό κορμί τους και την κουνιστή ουρά,
σαν πουλιά ζευγαρωμένα που χαρούμενα ξεβγαίνουν
και ψηλώνουν για να ζήσουν του απείρου τη χαρά!
Όσο τους σηκώνει ο σπάγγος παίρνουν υψηλόφρον ύφος
και κινούνται στον αέρα με μιαν ψεύτικην ορμή,
μα σε μια στιγμή μοιραία,πέφτουνε κατακορύφως
και συντρίβουνε στο χώμα το χαρτένιο τους κορμί.
Πηγή: Πικροί σταλαχτίτες,Αθήνα 1970
Χαρταετοί-ΝΙΚΟΣ ΚΑΝΑΚΗΣ
Πέρα στους λόφους τους γυμνούς
πήγαν ο Μπάμπης κι η Λενιώ,
τα κοντογειτονόπουλα,
να ρίξουν τους χαρταετούς.
Πείσμα που το 'βαλαν τα δυο
ποιος θα περάσει τ' αλλουνού.
Τραβούν καλούμπα, κι οι αϊτοί
πήραν τους δρόμους τ' ουρανού.
Με τα σκοινιά στο χέρι τους
λοξοκοιτιούνται κι απορούν,
που βλέπουν και τους δυο αϊτούς
στο ίδιο ύψος να πετούν!
Όσο να ιδούν να καλοϊδούν,
εμπλέχτηκαν κι οι δυο αϊτοί
κι ανεμοστροβιλίζοντας
πέσαν μπροστά τους καρφωτοί.
Τώρα ο Μπάμπης κι η Λενιώ
να τους ξεμπλέξουν δεν μπορούν,
μπερδεύουνε τα χέρια τους,
λοξοκοιτιούνται και γελούν.
Πηγή: Ανθολόγιο Α΄-Β΄Δημοτικού
Χαρταετός-ΘΟΔΩΡΗΣ ΒΟΡΙΑΣ
Ένας χαρταετός περίμενε
στα ορθωμένα παιδικά μας χέρια.
Η ουρά του σκαλωμένη στα τριβόλια,
ο χάρτινος κορμός του
περηφάνια παιδική,
πολύχρωμο εξάγωνο
κι απάνω ένα μονόγραμμα,
ίδιο σημαία, ολόιδιο η μοίρα μας.
Ένας χαρταετός περιμένει
σε ορθωμένα χέρια
τον αγέρα να φυσήξει.
«Αμόλα καλούμπα», να μας πούνε,
να πάμε ψηλά τη μοίρα μας,
ψηλότερα απ’ τον κόσμο,
ψηλότερα απ’ τα τριβόλια κι ύστερα...
ας κόψουμε το σπάγκο
μια για πάντα.
Πηγή: Το τρύπιο ταβάνι ,2005
Μοναχικό παιδί κάτω απ’ το δέντρο-ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ
Ένας πολύχρωμος χαρταετός που υψώνεται
κι αστράφτει μαγικά πάνω απ’ τα κάστρα
με ήχους φυσαρμόνικας, με μακρινές φωνές
σχεδόν που αγγίζει κάποτε τον ουρανό
κι ύστερα χάνεται αργά μες στην ομίχλη
ύστερα στροβιλίζεται και πέφτει
πέφτει, σκαλώνει, σκίζεται
χάνει τα χρώματα και χάνει τα στολίδια του
πάνω στα αιχμηρά κλαδιά του χρόνου
αυτό είναι η μνήμη
ένα μοναχικό παιδί κάτω απ’ το δέντρο
βουβό και δακρυσμένο να κοιτάζει.
Πηγή:Το μυστικό αλφάβητο,2010
Ν’ ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα-ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ
Ν’ ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα
και να χαμογελάει μια γλάστρα στο μπαλκόνι
αχνά μες στο ψιλόβροχο να ξημερώνει Κυριακή
το χώμα να μυρίζει γειτονιά
και ο ταμπλάς ξεροψημένο σάμαλι
ένας χαρταετός να υψώνεται πάνω απ’ τα κάστρα
νωχελικά να κατεβαίνεις την Αριστοτέλους
να κάθεσαι σε καφενείο της παραλίας
πίσω απ’ τα τζάμια να ρουφάς
αργά, πολύ αργά τον τούρκικο
και να καπνίζεις ένα, δύο, τρία τσιγάρα
με τον καπνό να σε τυλίγει σαν ομίχλη
κοιτάζοντας τα ψαροκάικα και πιο βαθιά τη θάλασσα
ν’ ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα
χρώματα σκοτεινά να αναδύονται στο φως
να ονειρεύεσαι ταξίδια.
Πηγή: Μυστικά και θαύματα, ο ανεξερεύνητος λόγος της ουτοπίας, 2007
Ν' ανεχτείς την πτώση-ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΤΡΟΥΤΣΟΣ
Σ’ ενός εξώφυλλου στεριά
κάποιος γλάρος εστάθη ως χαρταετός,
φαινόταν έρμαιο στη βούληση παιδιού
λες και ήταν πτήση του δεμένη!
Ή μήπως κι οδηγούσε, το ίδιο το πτηνό
με το ολόλευκό του ένστικτο,
να μάθει το παιδί
χωρίς τις έννοιες των μεγάλων να υπάρχει;
Και γω θα ήθελα σαν κουκλοθέατρο να πιάσω
το παιδικό μου όνειρο
και όχι τις άβουλες τις κούκλες,
να πιάσω της βροχής σταγόνες
και να τις οδηγώ εκεί που έκαψε η δίψα,
που χλωροφύλλη έλειψε
και ρίζα ετάφη στη γλάστρα φυλακή
και ας σκοντάψει τ’ όνειρο
στη ξηρασία που 'σπειρε η πείρα.
Ας πέσω να ματώσω αγκώνες, γόνατα
σαν το οδηγώ αφού, γνωρίζω πια,
παιδί μπορεί και πτήση να φυλά
και πτώση να ανέχεται...
Πηγή:Στην τήξη του Ερέβους, Λυκόφως, 2013
Χαρταετός-ΙΩΑΝΝΑ ΛΙΟΥΤΣΙΑ
Μπορεί να μην ξέρω ποια είμαι
ν’ αναζητώ τον εαυτό μου
ανάμεσα στα σύννεφα και στα πουλιά
– σίγουρα πάντως κάπου στον ουρανό –
Μπορεί να τραγουδάω μόνη μου στους δρόμους
τραγούδια που δεν λένε τίποτα
κι έπειτα να βουβαίνομαι δια παντός
– απάντηση δεν έχω για το πού πηγαίνω –
Μπορεί να μην μπορώ να πω με σιγουριά
ούτε βέβαια και μ’ επιφύλαξη
ποιο είναι το νόημα της ζωής
– ή η ματαιότητα του θανάτου –
ωστόσο έχω κατακτήσει μέσα μου
την πιο βαθιά, ου – τοπική αλήθεια:
μόνη πατρίδα μας το σώμα του άλλου.
Πηγή:Αρρυθμίες, 2016
Μετανάστης-ΠΑΜΠΟΣ ΚΟΥΖΑΛΗΣ
Κρύψτε με, είπε ο χαρταετός
και μπόρεσε και χώρεσε
πίσω από την αρμαρόλλα με τα ασημένια πιρουνάκια
εκείνα που κρατούνε στιλβωμένη την προσμονή
για τον γάμο της κόρης που δεν έγινε ποτέ
Είχε μπει από το παράθυρο
σπαράζοντας στο κλάμα
κι ας είχε ένα χαμόγελο στο σώμα ζωγραφιά
Φύσαγε λυσσασμένα ο άνεμος
κι έφερε ως την πόρτα μας παιδάκι μια σταλιά
Το είχε δώσει η μάνα του στου χαρταετού τις βέργες
και το λευτέρωσε να βρει την τύχη σ’ άλλο τόπο
Δακρύζει η αλευρόκολλα λυγάνε τα καλάμια σπάει το νήμα
Βγήκαμε έξω και πιάσε το χεράκι του απαλά μην το τρομάξεις
μα τι κάνεις εκεί;
φίλα του τα χείλη ν’ ανασάνει
τρεμόπαιξε τα μάτια ή μου φάνηκε;
Βαριανασαίνει ο βοριάς
σηκώνει το παιδί ψηλά
και δώσ’ του να χτυπούν το στήθος οι γυναίκες
σαν να ‘τανε το σπλάχνο τους
που αγγέλου φόρεσε φτερά και ανελήφθη
Αφήστε τες να το θρηνήσουν
ψιθύρισε ο χαρταετός
μην ανεβαίνει άκλαυτο παιδί σ άγνωστους ουρανούς
Σε καθαρό δεφτέρι γράφτηκε, σήμερα ν αποστάσει
Κάλλιο που μου δόθηκε άκληρη να γεράσω
σκέφτηκε η κόρη ανύπαντρη
μα ποιου να το μιλήσει
Πηγή: σχεδόν,2015
Χαρταετός-ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΙΛΙΠΠΑΚΗΣ
Δεν τραγουδώ,μήτε κλαίω απόψε.
Φταίει, ίσως,που χαρταετός
για τον ήλιο πετώ
με την ουρά τυλιγμένη
στων καιρών την ομίχλη,
με την γνώση λειψή,
πώς να χτίσω χαρούμενο αύριο.
Απρίληδες πώς να φυτεύσω
στων βομβών τα ερείπια.
Πώς αγάπης κολιέ να φορέσω
στου μαχαιριού την κόψη
και στο λαιμό της ασιτίας.
Πώς του θανάτου τις πύλες να κλείσω
με κληματαριές αστεριών
και αναστάσιμους ήχους.
Αχ,να μπορούσα
αγάπης έμβρυα να φυτεύω
στης αδικίας τη μήτρα.
Αχ,να μπορούσα
στα καμπαναριά της απώλειας
να σκουριάσω τα πένθιμα.
Αχ,από την θρυμματισμένη αρμονία
και του ανέμου το αίμα
να ξεκαρφώσω τα βέλη.
Αχ,ειρηνόπτερα περιστέρια μου,
βοηθήστε στον ήλιο να φτάσω
και μαζί να προλάβουμε Φως φορτωμένοι
την αυριανή ανατολή των ανθρώπων
και το ξύπνημα ίσως απ'το λήθαργο
της ελπίδας τού αύριο...
Πηγή: Φιλολογική Πρωτοχρονιά 2020
Ο χαρταετός- ΤΖΙΟΒΑΝΙ ΠΑΣΚΟΛΙ
Κάτι καινούργιο σήμερα ο ήλιος έχει δώσει
και τώρα αλλού κι αν βρίσκομαι,το νιώθω εγώ μεμιάς
που οι βιόλες,όπως και παλιά,έχουν ξαναφυτρώσει.
Φυτρώσαν σ'ένα στρώμα ξερό μιας φυλλωσιάς
κει μέσα στου μοναστηριού τ'αρχαίου το περιβόλι
και τις ταράζει ο άνεμος στη ρίζα της οξιάς.
Γλυκά φυσάει και λιώνουνε κάτω της γης οι σβώλοι
κι απ'άλλην έρχεται ζωή κι απ'άλλους πάλι τόπους
και τρόγυρα της εξοχής αλλάζει η όψη όλη.
Φυσάει στις ερημοκκλησιές,μακριά απ'τους ανθρώπους,
που πάντα τα κατώφλια τους τα'χουν χορταριασμένα
το ουράνιο τούτο φύσημα,που κάνει τόσους κόπους
για να κουνάει λευκά φτερά,που μένουν κρεμασμένα
των χαρταετών...ένα πρωί,ως ήτανε αργία,
όλα της τάξης τα παιδιά βγήκαμε μαζεμένα
κ'υπήρχανε στης άνοιξης την τόση τη μαγεία
ξερά λουλούδια μα μαζί και κάποιο ανθισμένο,
και μόνο αναταράζανε την τόσην ηρεμία
κάποιου πουλιού το πήδημα σε βάτο αγκαθιασμένο
κι η σαύρα που ξεπρόβαλε δειλά το κεφαλάκι
μες στα ξερά του χαντακιού τα φύλλα ακουμπισμένο.
Πασχίζομε καθένας μας μ'όλο μας το μεράκι,
καθώς το Ουρμπίνο βλέπομε ο άνεμος να δέρνει,
να ρίξομε τον αετό,από'να υψωματάκι.
Και ξαφνικά τον βλέπομε στον άνεμο να γέρνει,
προς τον γαλάζιον ουρανό στητός να κυματίζει
και μες από λεπτές φωνές,δρόμο ψηλά να παίρνει.
Υψώνεται,κι ο σπάγγος του στον ουρανό αυγατίζει,
σα λουλουδάκι αδύναμο που το κοτσάνι αφήνει
και σ'άλλο μέρος μακρινό πάει και ξανανθίζει.
Υψώνεται και προχωρεί μες στ'άνεμου τη δίνη
τα πόδια σιγοτρέμουνε...το στήθος μας φουσκώνει...
κι άπληστα και το βλέμμα μας προς τα ουράνια κλίνει.
Κι όλο και πάει και πιο ψηλά,ο αέρας τον σηκώνει
και σαν σημάδι μακρινό λάμπει μες στους αιθέρες
...μα ξάφνου ενάντια ριπή...και μια κραυγή φουντώνει.
Είν'των συντρόφων οι φωνές,απ'τις παλιές τις μέρες
κι ως τώρα,τις αναπολώ,όλες πια τις γνωρίζω:
άλλες γλυκιές κι άλλες στριγγιές κι άλλες όλο φοβέρες...
Γλυκοί συντρόφοι μου καλοί,όλους σας ξεχωρίζω΄
σε σένα ναι! καρτερικά που'χεις εγκαταλείψει
τ'ωραίο χλωμό σου πρόσωπο στον ώμο σου,χαρίζω
το κλάμα μου,τις προσευχές,γιατί ποτέ άλλη θλίψη
δε θα ραγίσει την καρδιά την τόσο τρυφερή σου
κι απ'όσα πήρε ο άνεμος,μονάχα ο αητός θα λείψει.
Καλά θυμάμαι,ολόλευκη πως ήτανε η μορφή σου
και μοναχά πως κόκκινα ήταν τα γόνατά σου
π'ακούμπαγαν στο πάτωμα να πεις την προσευχή σου.
Ευτυχισμένος είσαι συ που'σβησεν η ματιά σου
στη μοίρα υποταγμένη κι άλλο δεν έχεις κάνει
απ'τ'ακριβό παιγνίδι σου που'σφιγγες στην καρδιά σου.
Τόσο γλυκά,το ξέρω εγώ,πως έχεις συ πεθάνει,
την τόση παιδικότητα στο στήθος σου έχεις σφίξει,
όπως τ'άσπρα του πέταλα ένα μπουμπούκι χάνει.
Νεκρό παιδί! η μνήμη σου πληγή που μου'χεις ανοίξει!
Κοντά σου θα'ρθω γρήγορα,μονάχος ως κοιμάσαι,
κάτω απ' τη γη που άπραγον η μοίρα σ'έχει ρίξει.
Κάλλιο να πας ασθμαίνοντας και ιδρωμένος να'σαι
κόκκινος απ'το τρέξιμο και ξαναμμένος πάλι
καθώς σε δρόμου αγώνισμα τους άλλους ν'αμιλλάσαι,
Κάλλιο να πας με τ'όμορφο τ'ολόξανθο κεφάλι
με τη σγουρή την κόμη σου στους ώμους να'χει πέσει
που σαν ακούμπησε ψυχρά στ'άσπρο το προσκεφάλι,
τη χτένισεν η μάνα σου...σιγά...σιγά...μη σε πονέσει.
Μετάφραση: Παν.Χρ.Χατζηγάκης
Πηγή: Νέα παγκόσμια ποιητική ανθολογία Ρίτας Μπούμη-Νίκου Παππά,Διόσκουροι
Χαρταετοί-ΑΝΙΛ ΜΙΣΡΑ
Πολύχρωμοι χαρταετοί
υψώνονται
στον μπλε φθινοπωρινό ουρανό…
κάποιοι γράφουν Ομπόμα
και κάποιοι Μαντίμπα
Κείτονται στις ταράτσες
λουσμένοι στη σκόνη
ή κρέμονται σαν ρούχα απλωμένα
από τα τεντωμένα σύρματα
κι άλλοι λιγότερο τυχεροί
που δεν είδαν τη γη από ψηλά.
Ο ουρανός της πόλης γεμάτος χρώματα,
κίνηση, ρυθμούς και ήχους…
κάποιοι σιωπηλά
στον ουρανό ψηλά
τη γη απωθώντας
όπως οι μαθήτριες πιασμένες
χέρι-χέρι
με κίτρινες και κόκκινες κορδέλες στα μαλλιά
Ένας χαρταετός παίρνει ύψος
και φόρα ορμητική
σ’ άλλον πάνω βουτά
και γκρεμίζει κάθε ελπίδα
Πίσω από κάθε πτήση
μια άλλη μεοα στα μάτια κρύβεται
ένα κίνημα ανυπακοής
ενάντια στη βαρύτητα της γης
Εμείς άλλου το φταίξιμο ρίχνουμε
μόνοι μας αν απομείνουμε…
Μήπως όλοι μας δεν πετάξαμε;
Στ’ αλήθεια μόνο οι βάρβαροι
μας κόβουν τον λαιμό
σβήνοντας το όνειρο
Μετάφραση:Ευφροσύνη Βυζοβίτου
Πηγή: Περιοδικό “Ένεκεν”, τ. Απριλίου-Μαΐου-Ιουνίου 2017
Έρευνα-Επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Καραπάνου
Η αναδημοσίευση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού ιστότοπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ επιτρέπεται ΜΟΝΟ με την παράθεση πηγής και ενεργού συνδέσμου (link).