Καράβι ή πλοίο. Ταξιδεύει στις θάλασσες, στη ζωή, στα αχαρτογράφητα νερά της φαντασίας... Για τους ποιητές διαχρονικά αποτελεί πηγή έμπνευσης. Θα δούμε κάποια πολύ όμορφα ποιήματα που γράφτηκαν γι' αυτό. Θα ευχηθώ σε όλους πολλά κι ονειρεμένα ταξίδια!
Σπασμένο καράβι-ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ
Σπασμένο καράβι να'μαι πέρα βαθιά
έτσι να 'μαι –
με χώρις κατάρτια με χώρις πανιά
να κοιμάμαι.
Νάν’ αφράτος ο τόπος κι η ακτή νεκρική
γύρω γύρω
με κουφάρι γυρτό και με πλώρη εκεί
που θα γείρω.
Νάν’ η θάλασσα άψυχη και τα ψάρια νεκρά
-έτσι να'ναι –
και τα βράχια κατάπληκτα και τ’ αστέρια μακριά
να κοιτάνε…
Δίχως χτύπο οι ώρες, και οι μέρες θλιβές
-δίχως χάρη –
κι έτσι κούφιο κι ακίνητο μες σε νύχτες βουβές,
το φεγγάρι.
Έτσι να'μαι καράβι γκρεμισμένο, νεκρό
-έτσι να 'μαι –
σ’ αμμουδιά πεθαμένη και κούφιο νερό,
να κοιμάμαι…
Πηγή: Ουλαλούμ,1936
Το καράβι-ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ
ΕΙΠΕ μου, αγάπη μου, για ένα καράβι
Θολό που ολομόναχο πάει.
Χρυσά, για 'να πλοίο, τα φώτα που ανάβει
Στα χάη…
Γι’ αυτό μόνον, 'Πε μου και για –που να βγαίνει-
Μια Σελήνη θεόρατη, είπε μου
– κι αυτό να τραβάει, να τραβάει, να πηγαίνει
Θεέ μου!
Και ύστερα άρχίσε ( τα σκότη ως θα ζώνουν)
Να μου λες, να μου λες – καθώς πρώτα-
Για κείνα που άναψε –χρυσά – να μαργώνουν
Τα φώτα
Αγάπη μου, αγάπη μου, το πλοίο με πλώρη
Θολή κι η θεόρατη εκείνη
– φωτιά π’ ανεβαίνει απ’ τα δάση απ’ τα όρη-
η Σελήνη.
Και σώπασε πάλι και πάλι άρχισέ μου
Το καράβι, να μου λες, αν το ζώνει
Ακόμα η νύχτα, ακόμα αν – Θεέ μου ! –
Μαργώνει.
Και ύστερα μείνε –κι εγώ- σ’ ένα δρόμο
Και –τι όνειρο στο σβήσε και στ’ άψε!-
Το κεφάλι ακουμπώντας –ολόρθη- στον ώμο
Μου κλάψε…
Πηγή: Άπαντες οι στίχοι,Νεφέλη,2010
Τα φορτηγά καράβια συλλογίζομαι-ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ
Τα φορτηγά καράβια συλλογίζομαι
που γέρασαν και τώρα ,λαβωμένα,
χωρίς ούτε μια βάρδια στο κατάστρωμα,
σαπίζουν στ’ ακρολίμανα δεμένα.
Τα φορτηγά καράβια: που ταξίδεψαν
στων πέντε των ηπείρων τα πελάγη
-απ’ του Μουρμάνσκ την παγερή τη θάλασσα
ίσαμε του Αμαζόνα τα τενάγη.
Τους ναυτικούς τους γέρους συλλογίζομαι
που στα μεγάλα των χειμώνων βράδια,
μ’ υπομονή κι αγάπη για τα εγγόνια τους,
(είτε γι’ αυτούς;) μικρά φτιάχνουν καράβια,
Και δεν μπορούνε πια να ταξιδέψουνε,
μα κάθε μέρα ως το λιμάνι πάνε
και, άνεργοι, ανώφελοι και πένθιμοι,
σαν κάτι τις να χάσανε κοιτάνε…
Πηγή: Ποιήματα, Κώστας Ουράνης,2009,Βιβλιοπωλείο της Εστίας
Ένα καράβι φεύγει-ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ
Ένα μεγάλο τετρακάταρτο καράβι
αφήνει αγάλια το λιμάνι προς το βράδυ.
Η νηνεμία των νερών, καθώς τη σχίζει,
μ' αντιφεγγίσματα λευκών πανιών γεμίζει.
Είν' ένα ξενικό καράβι, στα πλευρά του
με κόπο συλλαβίζει ο κόσμος τ' όνομά του.
Από ποια μακρινά έχει έρθει μέρη
και το που πάει κανένας δεν το ξέρει.
Ούτ' ένα άσπρο μαντήλι δεν το χαιρετάει,
τώρα που απ' τ' ακρολίμανο σιγά περνάει.
Μόνο οι γυναίκες το κοιτάν απ' τα μπαλκόνια,
σα ν' απολησμονήθηκαν εκεί από χρόνια.
Ωστόσο αφήνοντας για πάντα το λιμάνι,
ένα τεράστιο ψυχρό κενό έχει κάνει.
Και τώρα που στο πέλαγο αρμενίζει
κι ο δειλινός ο ήλιος το φωτίζει,
-λάμπουν από χρυσάφι τα κατάρτια,
πορφύρες κυματίζουνε στα ξάρτια-,
οι ανθρώποι που κοιτάν στην παραλία
νοιώθουν πιο άδεια, πιο στενή την πολιτεία
και πιο γυμνή ο καθένας τη ζωή του
-σαν κάτι να τους έφυγε μαζί του...
Πηγή: Ποιήματα, Κώστας Ουράνης,2009,Βιβλιοπωλείο της Εστίας
Το θυμωμένο καράβι-ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ
Σαν το σύννεφο τρέχει, σαν ίσκιος διαβαίνει .
τα πανιά του φουσκώνουν στο πρίμο αγεράκι.
Κάπου πρέπει να χιμήξει, καθώς το γεράκι!
Τ’ είναι κείνο στη θάλασσα την αφρισμένη;
Να ’ναι τάχα πλεούμενο, να ’ναι καράβι;
Τρομαγμένα τα κύματα φεύγουν μπροστά του.
Μια σηκώνεται ορθό, μια βυθίζεται κάτου,
μια πηδάει στον αφρό κι απ’ τον ήλιο ανάβει.
«Πες αλήθεια, της θάλασσας είσαι στοιχειό;
Ποιαν εκδίκηση τρέχεις απόψε να πάρεις;
Στο τιμόνι ποιον έχεις»; Και μου ’πε: - Ο Κανάρης
με πηγαίνει στη Χιο!
Πηγή: Τα χελιδόνια,1920
Ευλογημένο καράβι-ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ
«Πού πας καραβάκι,με τέτοιον καιρό;
σε μάχεται η θάλασσα,δεν τη φοβάσαι;
Ανέμοι σφυρίζουν και πέφτει νερό,
πού πας καραβάκι, με τέτοιον καιρό;»
«Για χώρα πηγαίνω πολύ μακρινή.
Θα φέξουνε φάροι πολλοί να περάσω.
Βοριάδες, νοτιάδες θα βρω, μα θα φτάσω
με πρίμο αγεράκι, μ' ακέριο πανί».
«Κι οι κάβοι αν σου στήσουν τη νύχτα καρτέρι;
Απάνω σου αν σπάσει το κύμα θεριό
και πάρει τους ναύτες και τον τιμονιέρη;
Πού πας καραβάκι, με τέτοιον καιρό;»
«Ψηλά στο εκκλησάκι του βράχου, που ασπρίζει,
για μένα έχουν κάμει κρυφή λειτουργία.
ορθός ο Χριστός το τιμόνι μου αγγίζει,
στην πλώρη μου στέκει η Παρθένα Μαρία».
Πηγή: Μεγάλη σχολική ποιητική ανθολογία Σταύρου Ζήγου, Εκδόσεις Μητρέλη, Πάτραι
Τα καράβια φεύγουν-ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΡΗΣ
Φεύγουν, φεύγουν, νάτα, νάτα
τα καράβια μας τρεχάτα
Κατευόδιο,καραβάκια,τόσες πίκρες ποτισμένα.
Φεύγουν,φεύγουν,μ'αγεράκι μυρωμένο κι ελαφρό...
Μάτια σκλάβων κι ελευθέρων σηκωθείτε βουρκωμένα
να τα δείτε πως πετούνε στου πελάου τον αφρό.
Κατευόδιο,παλικάρια και ναυτόπουλα του στόλου,
σαν αράξετε στην Κρήτη, να γλυκοροδίζει μέρα.
Ταξιδεύει στ' άρμενά σας κι η ψυχή του Γένους όλου,
που πνιγμένη μέσ'στους βούρκους ελαχτάρισε γι'αέρα.
Σπάζει κύμα δοξασμένο στο καθένα μας πλευρό,
πάρτε χτύπους της καρδιάς μας να τους κάνετε φτερά
και να πάτε φτερωμένα της γαλάζιας το σταυρό
μέσ' στ' ακοίμητα της σκλάβας κι αιματόβρεκτα νερά.
Κατευόδιο καραβάκια!...Της φωτιάς σας κάθε σπίθα
πέφτει μέσα μας κι ανάφτει τη σβησμένη μας καρδιά...
Κατευόδιο,κατευόδιο...συ, Σταυρέ, ξαναβοήθα
των Κανάρηδων εγγόνια, των Μιαούληλων παιδιά.
Πηγή: Μεγάλη σχολική ποιητική ανθολογία Σταύρου Ζήγου, Εκδόσεις Μητρέλη,Πάτραι
Το καράβι-ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΡΗΣΤΟΜΑΝΟΣ
-Στο πέλαος κόκκινο πανί...
αχ,κόκκινο πανί στο βραδινό το πέλαος...
στα κουρασμένα΄κύματα τ'ακοίμιστα...
Καράβι,καραβάκι!-
Για! το πανί του πως φουσκώνει...
ταχύπορο πως πελαγώνει!...
Καράβι,καραβάκι!
Ωιμέ!στ'απόμακρα πού πας;
και πίσω δεν τηράς...
και δεν γυρίζεις πια...
Να,έφυγε και πάει
πάει πάει πάει...
Του βασιλιά του ήλιου τα κόκκινα φιλιά
τα πήρε όλα μαζί του
και της χαράς τα γέλια-κ'έβαψε το πανί του!...
Πηγή: Θαλασσινή ποιητική ανθολογία ,Δωδεκάτη ώρα
Καράβι στο μώλο-ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΖΑΔΕΣ
Ήρθε΄και στο μουράγιο μας ακούμπησε απαλά,
λες,κάποια Μοίρα οδυσσειακή στα ξένα κρατημένο
μας το'χε χρόνια. Αστραφτερό-θυμάμαι!-ασπροβαμμένο
ήμουν παιδί! σαν το'ριχναν στα γαλανά νερά.
Δε μας ξανάρθε στο νησί΄κανένας πουθενά
δεν το ξανάδε ΄ μα,ήρθε χτες,αγάλια,ρημασμένο
απ'τ'άγρια τα παλέματα στα ξένα,κουρασμένο
με ξάρτια χιλιομπάλωτα,σκισμένα τα πανιά.
Τρέξαν στο μώλο τα παιδιά,γυναίκες,νιοι και γέροι,
-γλυκειά καθένας κρύβοντας απαντοχή στα στήθια-,
κουνώντας το μαντήλι τους στο τεντωμένο χέρι...
Ήρθε και στου μουράγιου μας ακούμπησε την άκρια,
γέρνοντας το'να του πλευρό σε κάτι πορολίθια...
Και γιόμισαν τα μάτια μας χαράς και λύπης δάκρυα.
Πηγή: Χτεσινά Στόματα,1950
Το καράβι-ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΓΙΟΥΛΗΣ
Μες στη νύχτα τη βαθιά
τ'άστρα κόκκινα φεγγίζουν.
μες στο πέλαγο βαθιά
κάποια φώτα φωσφορίζουν.
Το καράβι που για χώρες
μακρινές έχει σαλπάρει,
την ψυχή μου σ'άλλες χώρες
μακρινές την έχει πάρει.
Και κοιτώ από τ'ακρογιάλι
το καράβι που όλο πάει.
ξεχασμένο στ'ακρογιάλι
τ'όνειρο με τριγυρνάει.
"...Σε τρικάταρτο καράβι,
καπετάνιος,κυβερνώ.
στοιχειωμένο το καράβι
κι ούτε φτάνω,ούτε γυρνώ".
Πηγή: Θαλασσινή ποιητική ανθολογία ,Δωδεκάτη ώρα
Το καράβι-ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΟΥΛΕΝΤΙΑΝΟΣ
Το καράβι που στα ξένα θα μας πάρει
οι ανέμοι θα το φέρουνε κι οι γλάροι!
Με παντιέρα να φουντώνει μέχρι τ'άστρα
να τρομάζουν και της Βενετιάς τα κάστρα!
Κουρασμένοι μα ολορθοί στη προκυμαία
δίχως καν αποσκευές,χωρίς παρέα,
θα τρυπούμε με τα μάτια μας τα σκότη
για του ονείρου την αλήθεψη τη πρώτη.
Το καράβι που στα ξένα θα μας πάρει
-πλήρωμά του λησταρχέοι και κουρσάροι-
να μην φτάνει΄και σαν τι να καρτερούμε...
Κι ας μας φαίνεται πως θα'ρθει όπου και να'ναι.
Κάτι ξάφνου σα να λάμπει εκεί στο βάθος.
Μα σε λίγο πλάνη τ'όραμα και λάθος.
Και ν'ασπρίζουν τα μαλλιά...στη προκυμαία...
Κι όλο "θα'ρθει!" Να μου λες. "Θα δεις τι ωραία!"
Μα να ξέρουμε κι οι δυο πως δεν θα φτάσει
γιατί πνίγηκε ή κάπου έχει χαλάσει.
Το καράβι που στα ξένα θα μας πάρει
οι ανέμοι σαν το φέρουνε κι οι γλάροι.
Πηγή: Θαλασσινή ποιητική ανθολογία ,Δωδεκάτη ώρα
Το καράβι (Απόσπασμα)-ΝΙΚΟΣ ΦΥΛΛΑΣ
Καπετάνιο,καπετάνιο,το καράβι μας βουλιάζει,
το'να κύμα εδώ το ρίχτει,τ'άλλο κύμα εκεί τ'αρπάζει.
Και το τρίτο π'αλαλάζει,το σκεπάζει μανιασμένα.
Καπετάνιο,η καταιγίδα καταστρεφτικά φουντώνει,
γύρω μας βροντά κι αστράφτει,γύρω ο θάνατος μας ζώνει
και να ελπίσουμε βοήθεια δεν μπορούμε από κανένα.
Ραγιασμένα,αφανισμένα,παντού τ'άρμενά μας τρίζουν,
τα σχοινιά που σπάζει ο αγέρας,μάταια,τ'άπειρο μαστίζουν.
Και παντού βροντούν οι μπάντες,παντού η θάλασσα μπουκάρει.
σπάζει η μπούμα στη μανία των δαιμόνων που την δέρνουν.
Και τις βάρκες μας συντρίμμια,τ'άγρια κύματα τις παίρνουν,
Και ό,τι υπήρχε στην κουβέρτα,τα'χει η θάλασσα όλα πάρει.
Πηγή: Ανθολογία Περάνθη
Χάρτινο καράβι-ΜΑΡΙΑ ΠΙΣΙΩΤΗ
Πάνω στο χάρτινο καράβι
αποθέσαμε όνειρα και ελπίδες.
Στην αθέατη θάλασσα σεργιανούν
ψάχνοντας απάνεμο λιμάνι
μήπως και γίνουν αληθινά.
Μακριά από κέρινες ηλιαχτίδες
φονιάδες καιρούς,
αναζητούν της ψυχής τους
τη λύτρωση στις χρυσαφιές
της μέρας ανταύγειες.
Στο αληθινό καθάριο φέγγος
θα βρούμε την παιδική μας
ταυτότητα εκτός κι αν...
αν μας τυφλώσει το φως.
Σαν την αρχαία Σφίγγα,
στον αλλοτριωμένο μας παράδεισο
θ’ αναζητάμε
του Οιδίποδα τη Θεία χάρη
να δώσει στη ζωή μας απαλλαγή.
Πηγή: αιωρούμενο νησί ,1999
Το καράβι(Δημοτικό τραγούδι)
Α΄
Καράβι μέσ'στην Βενετιά και κάτεργο στην Πόλη,
χρυσό σταυρό σε είχαμε,σε προσκυνούσαμε όλοι.
Β΄
Εμίσεψε το κάτεργο και πάει με τα καράβια,
οπού είχαν τα μαλάματα και τα μαργαριτάρια.
Γ΄
Καράβι μου τρικάταρτο με τα ψηλά κατάρτια,
σε τι λιμάνι θελά μπεις,σε τι νησί θ'αράξεις,
για να'ρθει κι ο πατέρας σου,να σε ξαναγοράσει;
Δ΄
-Καράβι μου τρικάταρτο κι ασημαρματωμένο,
που'χεις πανιά μεταξωτά κι έχεις κουπιά ασημένια
κι έχεις κι αντενοκάταρτα χρυσά μαλαματένια,
το που θα ρίξεις σίδερο,θα δέσεις παλαμάρι;
-Στη κάτου γης το σίδερο,στον Άδη παλαμάρι
και μες στην Παναγιά μπροστά θ'αράξει το καράβι.
Πηγή: Θαλασσινή ποιητική ανθολογία ,Δωδεκάτη ώρα
Του χάρου το καράβι(Μανιάτικο θαλασσινό τραγούδι)
Καράβι ν'εξαγνάντισε στη μέση του πελάου,
κι εβγήκε ο λόγος στα χωριά,σ'όλην την επαρχία,
-Γυναίκες,έρχοντ'οι άντρες σας,μανάδες τα παιδιά σας,
και σεις καημένες αδερφές,έρχονται οι αδερφοί σας.
Βγήκαν μανάδες με φλουριά κι οι αδερφές με γρόσια
κι οι χήρες,οι μαυρόχηρες,με τα κλειδιά στα χέρια.
Ο Χρήστος εκαθόντανε στου καραβιού την πλώρη,
τον καπετάνιο προσκυνάει και τον παρακαλάει,
για να τον βγάλει στη στεριά,να πάει στους εδικούς του.
-Τύφλες στης μάνας τα φλουριά,στης αδερφής τα γρόσια!
Κι η χήρα,η μαυρόχηρα,τα χέρια έχει δεμένα.
Για αγροίκα,Χρήστο,αφέντη μου,
μωρέ ντελφίνι και στοιχειό
και παλικάρι διαλεχτό.
Πηγή: Θαλασσινή ποιητική ανθολογία ,Δωδεκάτη ώρα
Η ζαργάνα ή κουρσάρικο καράβι (Μανιάτικο θαλασσινό τραγούδι)
Στο παραθύρι εκάθομουν
εγώ κι η θυγατέρα μου
κ'ετήραξα στα πέλαγα
κατά τη μούντα του Σταυριού,
μην έρχεται η Ζαργάνα μας,
Δημήτρη,κουτουδιάρακα
στη θάλασσα και στη στεριά,
Παναγιωτάκη μοναχέ,
που'τρωες φτακρίσαρο ψωμί,
και συ φουντή αμερδίκωτε.
Πηγή: Θαλασσινή ποιητική ανθολογία ,Δωδεκάτη ώρα
Του Πλοίου-ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ
Τον μοιάζει βέβαια η μικρή αυτή,
με το μολύβι απεικόνισίς του.
Γρήγορα καμωμένη, στο κατάστρωμα του πλοίου.
ένα μαγευτικό απόγευμα.
Το Ιόνιον Πέλαγος ολόγυρά μας.
Τον μοιάζει. Όμως τον θυμούμαι σαν πιο έμορφο.
Μέχρι παθήσεως ήταν αισθητικός,
κι αυτό εφώτιζε την έκφρασί του.
Πιο έμορφος με φανερώνεται
τώρα που η ψυχή μου τον ανακαλεί, απ' τον Καιρό.
Απ' τον Καιρό. Είν' όλ' αυτά τα πράγματα πολύ παληά -
το σκίτσο, και το πλοίο, και το απόγευμα.
Πηγή: Άπαντα Κωνσταντίνου Καβάφη
Το πλοίο (Τιτανικός)-ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ
Εκεί, προς τις γραμμές του Νότιου απείρου
Περήφανο ως λικνίζοντας το πλοίο
Με δύο γλαρά φουγάρα και ονείρου
Φώτα χρυσά – η Κυρία μ’ ένα βιβλίο,
Στο χέρι εμελαγχολεί… τι θεία ώρα
Στα βαλς που η σάλα αντηχεί κι είχεν έβγει
Μισή φωτιά η σελήνη!… και τι φιόρα
οι έξωμες μηλαίδες και τα ζεύγη.
Που ωραία στροβιλίζονταν. Η μπάντα
που ανύποπτους σε μέθη αιθέρια εώρει!
Και η Κυρία –ωωω! … που εκράτει πάντα
εκείνο το βιβλίο… το βαπόρι
Στο πέλαο που αγάλι έκανε κράτει…
Ω η Κυρία, η Κυρία αυτή η μοιραία
με πάντα το βιβλίο - τώρα – ω νάτη-
κρυφά το σκα απ’ την πόρτα κι είν’ ωραία.
Μα ωχρή… Ενώ το πλοίο πλέει( ή δεν πλέει;)
το πλοίαρχο κρατεί κι αχνή και κρύα:
«Γροίκησα σαν κάποιο τίναγμα…» του λέει.
- Μα βέβαια, βυθιζόμεθα Κύρια!…
Πηγή: Άπαντες οι στίχοι,2010
(Όχι με πλοίο…)-ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ
Όχι με πλοίο, καράβι θέλω
μες στο βαθύ σου κόλπο να πετάξω,
στο λιμανάκι σου ήσυχα ν’ αράξω,
φιλήματα πολλή ώρα να σου στέλλω,
μικρούλα πόλη, λευκή χαρά μου.
Κι’ οπόταν η καρδιά μου πια αλαφρώσει,
η αύρα σου τα πανιά μου να φτερώσει,
τα σκλαβωμένα αδύναμα φτερά μου,
να φύγω πάλι χωρίς εμπόδιο.
Να’ μαι αλαφριά στον αναλογισμό σου
κι όλα μαζί, μαζί κι ο χωρισμός σου
γλυκύτατο να μου είναι κατευόδιο.
Πηγή: Ηχώ στο Χάος
Η ζωή μου σαν ένα πλοίο-ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ
Η ζωή μου σαν ένα πλοίο.
ο έρωτας η θάλασσα τριγύρω.
Εσύ, ακουμπισμένος στην κουπαστή
γέρνεις το βλέμμα ως ο βυθός
να μοιάζει πως πηδά
για να σε συναντήσει μες στα μάτια…
Χάνονται στ’ αμπάρι
οι παλιές φωνές
όπως το δελφίνι σου απαλό
ολόδροσο στου λόγου τα παιχνίδια
βοηθάει με θείες ψευτιές
τα ιστία που μας πάνε.
Αρμενίζοντας δεν έχω τίποτα
να χάσω ή να κερδίσω
γλιστράω με τον ελάχιστο χρόνο μου
πάνω απ’ τους δαιδάλους με τα φύκια
όπου οι πνιγμένοι σέρνονται
σε μεταθανάτιους περιπάτους.
Η ζωή μου σαν ένα πλοίο.
στην κρύα κουβέρτα
ώρες κατάμονη
μες στο μυαλό μου
γλείφω τα μέλη σου
ως το πρωί που ξημερώνομαι
σε γνωστά λιμάνια:
«Το πρώτο φιλί»
«Η άπληστη αγάπη»
«Η ανία»
«Ο χωρισμός»
τοπωνύμια με τη λίγη πειστικότητα
που έχει η πείρα όλη.
Ω, μπες μέσα μου
και τράβα με
σ’ όσα ναυάγια σχεδίαζες εψές
γλυκά χαμογελώντας μες στον ύπνο σου
με το ’να χέρι χαμηλά
το άλλο στην καρδιά
σαν να μιλούσες τρυφερά
προς τα τελώνια.
Κι όπως φωτισμένα
τα βραδινά νησιά
καρφώνουν τις πόρπες τους στη νύχτα
θα να με σχίζεις με τα δικά σου τα κουπιά
θε να με πλέεις για τελευταία φορά
πριν πέσει το σκοτάδι μου
και τα κατράμια δάκρυά μου
χυθούν στο φως σου όλο επάνω.
Πηγή: Ενάντιος έρωτας,1982
Τα πλοία-ΘΩΜΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
Τα πλοία ξεκίνησαν κι αυτά
μ' ένα τους σάλτο
σε προδίδουνε και κείνα,
για έναν παλιό τους φίλο
που αντάμωσες μακριά
στα πέλαγα
εκεί που σ' αγνάντευε
κι έκλαιγε κάποια Μαρία.
Μ' ένα τους σάλτο
σε καρτερούν και κείνα,
Μπραζίλια, Κίνα, Μαρακές
με το καλέμι κι αργοσβήνει
το φανάρι,
το στίχο πρόλαβε και πες
πριν έρθει ο καπετάνιος
και σε πάρει.
Πηγή: https://ennepe-moussa.gr
Το μεθυσμένο καράβι-ΑΡΘΟΥΡΟΣ ΡΕΜΠΟ
Καθώς κατέβαινα απαλά απ’ τα γαληνά ποτάμια,
Είδα πως αρυμούλκητο, δίχως πλοηγούς κυλούσα:
Κραυγαστικοί Ερυθρόδερμοι τους είχαν στόχο βάλει,
Αφού τους κάρφωσαν γυμνούς σε παρδαλούς πασσάλους.
Το πλήρωμά μου ολόκληρο παντέρημο είχα αφήσει,
Στάρια της Φλάντρας φέρνοντας κι εγγλέζικα μπαμπάκια.
Όταν με τους πιλότους μου τελείωσε εκείνη η αντάρα,
Οι ποταμοί μ’ αφήσαν πια να κατεβώ όπου θέλω.
Μες στον τρελό τον παφλασμό των παλιρροιών, τον άλλο
Χειμώνα, πιο απειθάρχητο κι απ’ τα παιδιά, είχα τρέξει!
Κι όσα χερσόνησα άφησα στο δρόμο μου ποτέ τους
Δεν είχαν νιώσει σαματά πιο θριαμβικό από κείνο.
Η καταιγίδα ευλόγησε τους πελαγίσιους μου όρθρους.
Από φελό αλαφρότερον ορχήθηκα στο κύμα,
Αιώνιο, όπως λεν, παγιδευτή θυμάτων, δέκα νύχτες,
Χωρίς των φάρων τα χαζά να νοσταλγήσω μάτια.
Πιο αβρό παρ’ όσο στα παιδιά του άγουρου μήλου η σάρκα,
Το κύμα, πράσινο, έλουσε το ελάτινο σκαρί μου
Κι έπλυνε κάθε μου κηλίδα από κρασιά γαλάζια
Κι από εμετούς, σκορπίζοντας άγκυρες και τιμόνι.
Και μες στο ποίημα το πλατύ, από τότε, είμαι λουσμένο
Του πόντου, αφέψημα γλυκό από τους χυμούς των άστρων,
Πίνοντας πράσινο γλαυκό, όπου, ωχρό κι έκθαμβο σκάφος,
Ένας πνιγμένος, κάποτε, κυλάει συλλογισμένος,
Όπου, την όψη αλλάζοντας των γαλανών χρωμάτων,
Τρέλα, ρυθμοί απαλοί κι αργοί κάτω απ’ το φως της μέρας,
Πιο δυνατά και από το αλκοόλ και πιο πλατιά απ’ τις λύρες
Του έρωτα υπόκωφα οι πικρές πυκνάδες αναβράζουν.
Ξέρω ουρανούς που σ’ αστραπές σκίζονται, και σιφούνια,
Ρέματα κι αντιμάμαλα· ξέρω το βράδυ ακόμη,
Την οιστρωμένη χαραυγή, λαό από περιστέρια,
Και κάποτε είδα ό,τι ο άνθρωπος φαντάστηκε πως είδε.
Είδα τη δύση εγώ στιχτή από μυστική μια φρίκη,
Κρυσταλλοπέδια απέραντα, μενεξελιά ν’ αυγάζει,
Τα κύματα, όμοια με ηθοποιούς δραμάτων παναρχαίων,
Τα νουφαρένια ρίγη τους μακριά ν’ αργοκυλούνε.
Την πράσινη ονειρεύτηκα νύχτα με τα ένθεα χιόνια,
Φιλιά που ωψώνονται νωθρά στων θαλασσών τα μάτια,
Το ρόισμα των ανάκουστων χυμών φυτών και δέντρων
Και τ’ ωχρογάλαζο όρθρισμα μελωδικών φωσφόρων.
Μήνες εγώ ακολούθησα το καραντί, παρόμοιο
Μ’ ένα κοπάδι υστερικό, βόδια να σπάει στις ξέρες,
Ξέροντας πως του Ωκεανού το ρύγχος δεν δαμάζουν
Οι φωτοβηματίζουσες στις θάλασσες Μαρίες.
Έπεσα απάνω, ξέρετε, σ’ απίστευτες Φλωρίδες,
Που άνθη και μάτια πάνθηρων σμίγουν, δέρματα αγρίων
Κι ουράνια τόξα, τανυστά σαν χαλινάρια, επάνω
Από τους πόντους, σε γλαυκά, φανταστικά κοπάδια.
Είδα, τεράστια κιούρτα, εγώ, τους βάλτους ν’ αναβράζουν,
Όπου, στα σκοίνα ανάμεσα, σαπίζει ένας Λεβιάθαν,
Κατρακυλίσματα νερών σ’ ώρες απνοίας κι ακόμη
Τα ουράνια μες σε βάραθρα κι αβύσσους να γκρεμίζουν!
Πάγους, ουράνια διάπορα, νερά μαργάρινα, ήλιους
Λευκούς, ναυάγια φριχτά μες σε βαθύχροους κόλπους,
Όπου γιγάντινα ερπετά, λεία των κοριών, κυλούνε
Δυσώδη,μέσ'απ'τα στρεβλά ξερόδεντρα του τόπου.
Θέλω να δείξω στα παιδιά τις όμορφες χρυσόφες,
Τα ψάρια ετούτα τα χρυσά που τραγουδούν στο κύμα.
Άνθινοι αφροί ευλογήσανε τα κλυδωνίσματά μου
Κι ανείπωτοι άνεμοι φτερά πολλές φορές μου δώσαν.
Κάποτε ο πόντος, μάρτυρας κατάκοπος των πόλων,
Που οι στεναγμοί του απάλυναν το σάλο μου, σε μένα
ανέβαζε τις μέδουσες χλωμές σαν ίσκιων άνθη,
Και σα γυναίκα απόμενα γονατιστή σε μια άκρη,
Χερσόνησος που επάνω της την κόπρο ταλαντεύει
Και τους καυγάδες κρωκτικών, χρυσόφθαλμων ορνέων.
Κι αρμένιζα ενώ, ανάμεσα απ' τους λεπτούς αρμούς μου,
Κάποιοι πνιγμένοι ανάστροφα να κοιμηθούν οδεύαν.
Έτσι εγώ, κάτω απ’ τα μαλλιά των όρμων, πλοίο χαμένο,
Που έχει ο τυφώνας σε ουρανούς χωρίς πουλιά εξορίσει,
Εγώ που οι νέοι Μονίτορες και άρμενα της Χάνσας
Το μεθυσμένο απ’ το νερό δε θά ’βρουν σκελετό μου,
Ελεύθερο, καπνίζοντας, ζωστό από μπλάβες πάχνες,
Εγώ που τον κεραμιδή λόγχιζα ουράνιο θόλο,
Όπου, θεσπέσιο γλύκισμα των αγαθών ποιητών σας,
Λειχήνες του ήλιου απλώνονται και βλέννες του γαλάζιου,
Εγώ που αρμένιζα, στιχτό από ηλεκτρικά φεγγάρια,
Τρελή σανίδα που η τεφρή συνόδευε ιπποκάμπη,
Όταν οι Ιούλιοι εγκρέμιζαν με ρόπαλα τους θόλους
Των υπερπόντιων ουρανών με τα πυρά χωνιά τους,
Εγώ που 'τρεμα ακούοντας μακριάθε να μανιάζει
Των Βεχεμότων ο οργασμός και των πυκνών Μελστρόμων,
Κλώστης αέναος των γλαυκών εκτάσεων του απείρου,
Ω! την Ευρώπη νοσταλγώ με τα παμπάλαια τείχη!
Είδα αρχιπέλαγα αστρικά κι είδα νησιά εγώ πλήθος,
Που οι ουρανοί τους οι έξαλλοι είναι ανοιχτοί στο ναύτη.
Σε τέτοιες νύχτες άσωστες κοιμάστε, εξορισμένα,
Άπειρα εσείς χρυσά πουλιά, μελλοντικό σεις Σφρίγος;
Μα αλήθεια, πολύ έκλαψα. Οι αυγές φαρμάκι στάζουν.
Κάθε φεγγάρι είναι στυγνό, πικρός ο κάθε ήλιος.
Ο αψύς έρωτας με βύθισε σε νάρκη από μεθύσι.
Ω! ας έσπαζε η καρίνα μου! Ω! στο βυθό ας κυλούσα!
Αν της Ευρώπης τα νερά ποθώ, είναι ένα τέλμα
Μαύρο και κρύο, όπου ένα παιδί γονατιστό, θλιμμένο,
Το καραβάκι του σ'αυτό αφήνει κάποιο βράδυ
Ν'αργοκυλήσει ως μια λεπτή του Μάη πεταλουδίτσα.
Ω,κύματα,πια δεν μπορώ το λούσιμό σας,ούτε
Να παραβγώ τα φορτηγά που κουβαλούν μπαμπάκι,
Τις φαντασμένες των ιστών ν'αντιπερνώ σημαίες
Και να περνώ κάτω από γέφυρες που με κοιτάζουν άγρια!
Μετάφραση: Καίσαρ Εμμανουήλ
Πηγή: Νέα παγκόσμια ποιητική ανθολογία Ρίτας Μπούμη-Νίκου Παππά, Διόσκουροι
Το καράβι της ζωής-ΡΟΜΠΕΡΤ ΜΠΡΙΤΖ
Όποιος φτιάνει ένα καράβι,ας του βάλει πρώτ'απ'όλα,
Από Γεια κι από Φαιδρότη ένα σκάφος στερεό,
Κι ας του κάνει από μέσα πριν να πει το "έγια μόλα"
Από Δύναμη κι Αγνότη ένα σκελετό γερό.
Κι απ'την πρύμνη ως την πρώρα,κι απ'τη γέφυρα στ'αμπάρι,
Και στα υψηλά κατάρτια Τόλμη,Θάρρος και Καρδιά,
Και στης Τύχης τους ανέμους πάντ'ας είναι παλικάρι,
Και στης Γνώσης και της Σκέψης ας ανοίγει τα πανιά,
Και μιαν όμορφη Νεράιδα για πλώρη του ας πάρει
Που τα κύματα ιππεύει και το πέλαγο ερευνά.
Και στους θησαυρούς των χρόνων των αρχαίων ας αντλήσει
Το νερό του Ελικώνος και του Στίχου τη δροσιά,
Και γι'αλάνθαστη πυξίδα τη Θρησκείαν ας κρατήσει
Που στο δρόμο θα τον φέρνει τ'ουρανού παντοτινά.
Τώρ'ας είν'το πλήρωμά του,άγρυπνο,εργατικό,
Με Δικαιοσύνη,Ελπίδα και μ'Εγκράτεια γεμάτο,
Έτοιμο να ξεκινήσει το καράβι στέκει,νάτο!
Κι ας καθίσει στο τιμόνι οδηγός το Λογικό.
Μετάφραση: Ελ.Ψαρά
Πηγή: Παγκόσμια ποιητική ανθολογία «Ταξίδι στην ποίηση»,Ναυτίλος,1995
Έκαψε τα καράβια του-ΕΡΡΙΚΟΣ ΙΨΕΝ
Τον κρύο Βοριάν αφήνοντας, έβαλε πλώρη εκείνος
κατά του Νότου τα νερά,
και σε ουρανούς πιο γελαστούς επήγε αναζητώντας
το φως και τη χαρά.
Δεν καθρεφτίζει η θάλασσα των χιονισμένων τόπων του
τους φάρους τους ψηλούς.
Λουλούδια τώρα εξωτικά τη λησμονιά τού δίνουνε
σ’ ερημικούς γιαλούς.
Έβαλε στα καράβια του φωτιά. Φιδογλιστρώντας
ανέβηκε ο καπνός αριά,
κι ύστερα μια πνοή αλαφρή τον πήρε, να τον φέρει
στα μέρη του Βοριά.
Και τώρα, κάθε απόβραδο, απ’ του φωτός τη χώρα
—ταξιδευτής αιώνια—
φεύγει ένας ίσκιος βιαστικά να πάει σε μια καλύβα
κατάλευκη από χιόνια!
Μετάφραση: Στέφανος Δάφνης
Πηγή: Παγκόσμια ποιητική ανθολογία «Ταξίδι στην ποίηση»,Ναυτίλος,1995
Το γέρικο καράβι-ΖΟΑΟ ΝΤΙ ΜΠΑΡΟΣ
Σπάσε τις αλυσίδες σου,
πένθιμο καράβι,κοιμισμένο κοντά στις αποβάθρες!
Μην ακούς πια
τη φωνή τη νευριασμένη,τη φωνή την κλαψερή της κιθάρας
στ'ανήσυχα τα χέρια των ναυτικών,των πιλότων!
Σπάσε τις αλυσίδες σου!...Είναι στον αέρα ένα ρίγος
πουλημένου έρωτα στις ταβέρνες,πάνω στον ποταμό,
έρωτα χτηνώδικου,που ξεχνάει μόλις απολάψει,
έρωτα χωρίς πόνο,φιλιών χωρίς παρακάλια,
φιλιών που δαγκάνουν,που πονούν,μα που δεν ξέρουν να σκλαβώνουν...
Άσε το παρελθόν κοντά στις αποβάθρες,Καράβι μου!
Κύματα ονείρου,άσπροι αφροί μακριά,σου κάνουν νεύματα
να πάρεις την απόφαση να ξεκινήσεις.
Ανεβαίνει το φεγγάρι,φωτίζοντας όλην τη θάλασσα!
(Κοίτα τα χάδια των αφρών μέσα στο φεγγαρίσιο φως...)
Ξεκίνα γρήγορα,φύγε γρήγορα,Καράβι μου,
Το Μέλλον σε καλεί-πήγαινε προς τη θάλασσα!
Γιατί μόνη η θάλασσα,που είναι προδότρα,δεν ψευτίζει:
Ανθίζει σε νησιά για τον ανυπόμονο ναυαγό
και για τ'όνειρο που ποθεί ν'αναπαυθεί.
Χίμαιρα;...Τι σημαίνει;...Αν η χίμαιρα
μας δίνει τον πυρετό της αναχώρησης!
Άσε το παρελθόν κοντά στις αποβάθρες,Καράβι μου!
-Ξεσπάει σε λυγμούς αργούς το πένθιμο τραγούδι στις κιθάρες
κ'είναι φιλιά ζεστά στις ταβέρνες,πάνω στον ποταμό...
Τράβα για τ'ανοιχτά,πήγαινε προς τη θάλασσα,σπάσε τις αλυσίδες σου,
μην ακούς πια τη μαγεία του που ξετρελαίνει!
Φεύγοντας όμως για να σχίσεις γοργότερα
τη νύχτα και το διάστημα,
ρίξε στη θάλασσα τη σαβούρα της πίκρας,
τη σαβούρα σου της αγωνίας και της κούρασης
-της πεθαμένης,της μολυσμένης ζωής-
και,με την πρώρα σα βέλος,ανάμεσα από τις κραυγές των γλάρων
χίμηξε προς τη θάλασσα.
Μετάφραση: Κώστας Ουράνης
Πηγή: Ανθολογία της Ευρωπαϊκής και Αμερικανικής ποιήσεως, Εκλογή και επιμέλεια Κλέωνος Β.Παράσχου
Το πλοίο-ΤΖΟΖΟΥΕ ΚΑΡΝΤΟΥΤΣΙ
Πλέει μόνο το καράβι μου μέσ'από τις κρωξιές
Των αλκυόνων σε νερά που θύελλα συνταράζει
Και το τυλίγει μάνητα κυμάτων,αστραπές,
Των κεραυνών ο πάταγος,δίχως ποτέ ν'αράζει.
Στις πια χαμένες στρέφουν,ωστόσο,ακρογιαλιές
Οι θύμησες με πρόσωπο που απ'τα δάκρυα στάζει,
Κ'οι ελπίδες νικημένες απαύδησαν κι αυτές
Χτυπιούνται πάνω στο κουπί που δεν κρατά και σπάζει.
Όμως,στην πλώρη ολόρθο το πνεύμα μου κοιτά
Τον ουρανό,τη θάλασσα κι ενώ σφυρίζει τρομερός
Ο άνεμος και τρίζουν τα κατάρτια,φωνάζει δυνατά:
"Κωπηλατείτε αδιάκοπα! Όλοι σας στα κουμπιά του.
Απελπισμένοι σύντροφοι. Για το λιμάνι εμπρός
Της λησμονιάς,τις ξέρες τις άσπρες του θανάτου".
Μετάφραση: Ρίτα Μπούμη-Παππά
Πηγή: Νέα παγκόσμια ποιητική ανθολογία Ρίτας Μπούμη-Νίκου Παππά, Διόσκουροι
Το καράβι που κινάει-ΟΥΟΛΤ ΟΥΙΤΜΑΝ
Νάτο μπροστά το πέλαο το ανεσκλάβωτο,
Και μες στην αγκαλιά του ένα καράβι που κινάει ολάρμενο.
Η φιάμπουλα ψηλά και φιδοσειέται καθώς αυτό αρμενίζει,
κι αρμενίζει μεγαλόπρεπο,γοργό-και κάτωθέ του
πεισμωμένα τα κύματα πασχίζουνε για να του παραβγούνε,
Κυκλώνοντάς το με λαμπρές κινάμενες καμπύλες και μ'αφρούς.
-Η τρεχαντήρα ολάρμενη αρμενίζει,πρίμα και σκίζει τον αφρό.
Τα βλέμματά μου ξεχωρίζουν τη στεριά,ξαπλώνομαι είτε
αλαλάζω απ'την κουβέρτα ολόχαρος.
Πρωινοί-πρωινοί οι βαρκάρηδες κ'οι μυδιοβουτηχτάδες τον
ερχομό σου ακαρτερούν,
Χύνω τις άκριες του πανταλονιού μες τις ψηλές μου
μπότες και ξεκινώ και πέτυχα καλό καιρό,
Άξιζε να'σουνα μαζί μας κείνη την ημέρα τριγύρω στο
ζεστό τσουκάλι με τα μύδια.
Μετάφραση: Προεστόπουλου Ν.
Πηγή: Θαλασσινή ποιητική ανθολογία ,Δωδεκάτη ώρα
Έρευνα-επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Καραπάνου