Έξι ποιήματα του Γιώργου Γρηγορόπουλου

Έξι ποιήματα του Γιώργου Γρηγορόπουλου

Ο Γιώργος Γρηγορόπουλος είναι ένας νέος ποιητής με πολύ ενδιαφέρουσα γραφή. Έχει βραβευθεί πολλές φορές για ποιήματά του. Έχει συμμετάσχει σε ανθολογίες ποίησης, ενώ έργα του έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά. Το καλοκαίρι κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο '"Έσσεται ήμαρ", ενώ έχει στα σκαριά και μια δεύτερη. Θα τον γνωρίσουμε μέσα από έξι  υπέροχα ποιήματα!

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ « ΕΣΣΕΤΑΙ ΗΜΑΡ»

ΠΕΠΛΑΝΗΜΕΝΗ

Μέσα στο σκρίνιο βασιλεύεις μαριονέτα,
εκεί που σφράγισαν οι σαρκοφάγοι ψυχές σαβανωμένες,
με σκουριασμένα στόματα, βλέμματα τυφλωμένα,
τακτοποιώντας τα ανέστιά σου στο ικρίωμα,
πυροβολώντας την ορμή σου στον κρόταφο.
Να κροταλίζονται οι γογγυσμοί σου μες στην άβυσσο,
σαν τελευταία ιαχή ζωής, που διαπερνά τα ιερά σου.

Επικηρυγμένη πια, της ευθύνης λιποτάκτισσα,
ξεμουδιάζεις σε περιπάτους ανέμελους,
σέρνοντας τα παιδικά σου όνειρα στον επιτάφιο της Ιφιγένειας•
θωπεύοντας τους ρωμαλέους νευρώνες του θανάτου,
μέχρι να λιγώσει ο τελευταίος πειρασμός της ελπίδας•
επαφίοντας τα τεντωμένα σχοινιά του Ηνίοχου,
στα μαραμένα χέρια της βούλησής σου.

Ταπεινωμένη, αγκαλιάζεις τους σπάγκους σου,
τυλίγοντάς τους μ' ευλάβεια γύρω απ ́τον τράχηλο,
να κουρνιάσουν στον λάρυγγα όλες οι φονευμένες αλήθειες,
σαν πνιγερή πανδαισία της γνώσης•
να σωπάσει επιτέλους τούτη η γλώσσα,
που ρίζωσε σε φθόγγους αποστασίας,
παραδομένους στο διακόνημα των ισόβιων φοβιών,
εξαρτημένους από τους νάρκισσους προβολείς της αλαζονείας.
Κι έτσι, καθηλωμένη ως είσαι στη μισερή ακοή της υποταγής σου,
να γκρεμίσεις το σύμπαν που στύλωσες πάνω σε μια χούφτα άχυρα,
ανασαίνοντας για πρώτη φορά ελεύθερα,
ομολογώντας για πρώτη φορά τ' όνομά σου.

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ

Πόσο άδειο το σπίτι θεέ μου!
Κοιτάζω κάθε λίγο έξω στο μπαλκόνι μας,
σε' κείνο το μικρό σκαμπό που σ' άρεσε να κάθεσαι,
αγναντεύοντας την κοιλάδα με τα σμήνη της πολιτείας•
μιας πολιτείας που αγάπησες μισώντας την.
Κι έπειτα, τριγυρνάω στο σπίτι αναβοσβήνοντας τα φώτα,
για να δώσουν μια κάποια αίσθηση ζωής.
Το δρομολόγιο πάντα ίδιο,
η στάση του σώματος σκυφτή,
αποφεύγοντας τη μοναξιά του ίσκιου μου,
που ανελέητος παραμονεύει κάθε τοίχο,
για να προδώσει την απουσία.
Πότε - πότε πάλι, βυθίζομαι στον ύπνο και σε ονειρεύομαι,
να, σαν να είσαι εδώ, να ανοίγεις την πόρτα
και με ελαφρύ το βήμα σου στην κάμαρη να' ρχεσαι,
να τοιχώνεσαι στο κρεβάτι πλάι μου,
περνώντας το χέρι σου απαλά στο στέρνο μου,
μήπως και αναστήσεις την καρδιά μου,
μήπως λυτρώσεις το μέγα θάνατο του έρωτα
που αδιάκοπα μονολογεί τ' όνομά σου.
Τότε είναι που ξυπνάω, μ' αυτό το ξύπνημα στ' αλήθεια
πιο κοντά με σέρνει στον όλεθρο.
Κι έτσι, ανδρώνω στίχους να παλέψω τον φόβο,
γράφοντας μανιωδώς όπου βρω,
ό,τι σκεφτώ, να με γλιτώσει επιτέλους από τη θύμησή σου...
Πάλι για σένα γράφω!
Άλλοτε όμως φυλάσσω τις λέξεις μες στην ψυχή μου,
να στις προσφέρω,
όταν ξανά ζυγώσει τ' όνειρο μέσα στη νύχτα,
προτού ακόμη χαθούν στη λήθη της αποξένωσης,
όλες εκείνες οι αναμνήσεις,
που θαρραλέα ακόμη φεγγίζουν το σύμπαν με την αύρα μας.
Πάλι περπάτημα, τούτη τη φορά αντίστροφα,
πλησιάζω το παραθύρι δειλά όπως πάντα,
να χαζέψω τη θέα που σ' άρεσε
και έπειτα, τα μάτια μου γέρνω στην κενή σου θέση.
Πώς να ξορκίσω τούτη την ώρα που μου λείπεις;
Ίσως αν έκλεινα τις κουρτίνες...
Ξέρω, δεν είναι πρέπον συ μου το 'μαθες.
Άφησε τες έλεγες... Να σε δροσίσει το φως,
αναμένοντας την άνοιξη που αγκομαχάει κρυμμένη,
πίσω από τα παγωμένα βουνά του εγωισμού,
ελπίζοντας να σε δω πάλι, ν ́αγναντεύεις την πολιτεία,
μια πολιτεία που τόσο πολύ μίσησες αγαπώντας την.

ΤΡΕΙΣ ΩΡΕΣ

Ένα άγγιγμα φειδωλό και επιτηδευμένο,
μια σιωπή θηρευτής του πάθους
κι ο καφές να βράζει ασυγκίνητος.
Οι γάτες λαίμαργα να μασάν την τροφή τους
και 'κείνη αμέτοχη, σαν το μυαλό της να βασανίζεται απείθαρχο
και βουτηγμένο στο σύννεφο της παραζάλης,
επιδίδεται στις εκδουλεύσεις του σπιτιού.
Κάτι τέτοιες στιγμές μια σκιά νιώθει περισσότερο ζωντανή,
από τον άνθρωπο που τη δημιουργεί.
Μοναδικός σύμμαχος το κρασί
κι αυτό βέβαια δεν ανέχεται τους πλεονασμούς μου,
μοιάζει περισσότερο με έναν γνωστό ίσως παλιό φίλο,
που τώρα πια αρκείται στον χαιρετισμό.
Πέρασαν τρεις ώρες,
το κρασί θύμωσε με την απληστία μου,
ο καφές είχε πια ξεθυμάνει,
οι γάτες κούρνιασαν στην αγκαλιά της
κι εκείνη ακόμα σιωπηλή και μετέωρη, έπρεπε να κοιμηθεί μόνη.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΠΟ ΕΚΔΟΣΗ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ «ΜΕΤΑΒΑΣΗ»

ΑΤΕΛΕΣΦΟΡΟ

Αδημονώ ακόμη για το αντάμωμά μας,
μ’ εκείνα τ’ άφθαρτα, χρυσοπλεγμένα δόρατα του ηλίου,
που αλυχτούνε στα βλέμματα
και καταπίνουν σε μια ανάσα όλες τις θάλασσες του κόσμου.
Ξέρεις καλά εσύ να προσμετράς τις λέξεις και τις αποστάσεις,
ξέρεις να εξημερώνεις τον οίστρο μου μ’ ένα σου νεύμα,
λέγοντας ψιθυριστά το για πάντα κι άλλοτε θυμωμένα το ποτέ.
Σαν να πιστεύεις πως κάτι τέτοιες στιγμές,
Ο Θεός κρυφακούει τ’ αστεία μας, τις φοβέρες μας,
τις ριζωμένες αμφιβολίες δυο ανεπίδεκτων εραστών.
Αλίμονο κι αν δεν άκουγε!
Ναι, σου ‘λεγα για το αντάμωμά μας, κάποιες φόρες το φαντάζομαι κιόλας,
το ζωγραφίζω πάνω στα σύννεφα,
παραχαράζοντας την ελεύθερη βούληση της φύσης
κι άλλοτε το αποδομώ, κρατώντας στα χέρια μου μια αιχμηρή πένα,
που πνίγεται στην αθωότητα του κατάλευκου ωκεανού.
Δεν είμαι τάχα κι ο καλύτερος κολυμβητής των ονείρων,
δεν έχω να παρουσιάσω κανένα επίτευγμα
που ν’ ανδρώθηκε στην ατίθαση έκσταση της ψυχής•
μονάχα κάτι ψηφιδωτά από μνήμες ασύδοτες,
ταπεινωμένες στην έπαρση της σάρκας.
Ψέματα… Θυμάμαι καλύτερα τώρα,
την ανταρσία της ψυχής μου στο κοίταγμά σου,
χωρίς να γνωρίζω ούτε μια λεπτομέρεια,
έστω να έχω την ουτοπική υπόνοια της αμφιβολίας μου
για τα όσα στο χαμόγελό σου ανακάλυψα, όσα στη θλίψη σου αναγνώρισα.
Να, σαν κάτι ώρες όπως αυτές, πλησιάζοντας τόσο κοντά σου,
που το τέλος δεν είναι πια πειρασμός,
μονάχα έν’ αθάνατο ταξίδι της συναίσθησης,
που θα το ζήλευε στ’ αλήθεια και η μεγαλύτερη αγάπη.

ΟΥΑΙ ΚΑΙ ΑΛΙΜΟΝΟ

Επείρασαν τη σάρκα σου με τις ρομφαίες της μιαρής τους γλώττης,
σκύλευσαν το αίμα σου απ’ τους κυνόδοντες της έπαρσης
και τις πληγές σου σύλησαν, δικάζοντας τον δοξασμό σου.
Τριάντα αργύρια σκέπασαν τους αιώνες, εξαγοράζοντας την πίστη!
Πλάκες αμάραντες μαρτύρων νυμφεύονται τη λήθη,
με τον σταυρό απελέκητο να ξεθωριάζει απ’ τη σιωπή μας,
με τη Χρυσή ''κορώνα'' και άμφια ξεχειλωμένα απ’ το λίπος,
με ηδονές ατέρμονες της ύλης και προσταγμούς για οκνηρίες,
ακροβασίες νοσηρές, πίσω από πόρτες σφραγισμένες.

Νίβουμε τα χέρια μας στην κολυμπήθρα της ευθανασίας,
λεηλασίες του πνεύματος θαρρώ που προσκυνάν τον τρόμο του θανάτου•
αλυσοδένεται στη φιλαυτία σκιαμαχώντας μ’ εχθρούς αόρατους,
για να κομπάζει στης λογικής το ά-λογο να ιππεύει,
στους νεκρωμένους στοχασμούς ταγών να ξαποστάζει,
με όνειρα αποστειρωμένα και μαντρωμένες τις ελπίδες.

Θυσιάζουμε τους οφθαλμούς μας, μπροστά σε τέρατα μειλίχια
με στασίδι στις οθόνες, που τις ψυχές μας εμβολίασαν με φόβο•
Λερναίες Ύδρες μοχθηρές που στέρησαν το άγιο φως μας
και συμπληγάδες ειδικών, επίορκων νομοταγών στολών,
που συνέθλιψαν το βιος μας.

ΕΚΚΙΝΗΣΗ

Άραγε ήρθε η ώρα;
Μες στο αμφίβολο μονοπάτι της ταραχής,
τη σήψη από την οκνηρία του πνεύματος,
τη μουδιασμένη ψυχή που αγκυλώθηκε
στο τέλμα των λησμονιμένων ονείρων,
απνευστί συνέβη το βέβηλο του νου·
ένα ρίσκο υπολογισμένο να θρονιαστεί στο άπειρο,
με εγγυητή το γαλάζιο πανωσέντονο που σκεπάζει το έρεβος.
Ελπίδα;
χειροδεμένη σε ρωμαϊκούς πασσάλους,
μέσα στα νεκρικά βλέμματα των μαρτύρων.
Αναμονή;
Κάπως σαν ν’ αντέχει η αύρα μας ένα ακόμη βασανιστήριο,
τυλιγμένο σε πάπυρους ξεθωριασμένους
ή καλύτερα φαίνεται πως κορέστηκε από τον στοχασμό της
κι έτσι ενδύθηκε το άλικό της σθένος, με ταπείνωση.

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο Γιώργος Γρηγορόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 1982. Φοίτησε στο Α.Τ.Ε.Ι. Ηρακλείου Κρήτης, τμήμα ΄΄Τεχνολόγων Γεωπόνων΄΄, έπειτα όμως από ένα ακαδημαϊκό έτος αποφάσισε να σπουδάσει Δημοσιογραφία την οποία και εξάσκησε για αρκετά χρόνια σε διάφορα ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα. Από νεαρή ηλικία ξεκίνησε την ενασχόλησή του με τη συγγραφή μουσικών στίχων, ποιημάτων και πεζών έργων. Για τα ποιήματά του έχει βραβευθεί σε διαγωνισμούς της «Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών», του πολιτιστικού συλλόγου «Αμφικτυονία Ελληνισμού», του Ελληνικού πολιτιστικού ομίλου «Κυπρίων Ελλάδος» και του λογοτεχνικού περιοδικού «ΚΕΛΑΙΝΩ» ενώ έχει διακριθεί από αρκετούς πολιτιστικούς συλλόγους όπως ο όμιλος για την «Unesco»,ο αθλητικός, πολιτιστικός, επιστημονικός σύλλογος «ΑΘΛΕΠΟΛΙΣ» ο πολιτιστικός σύλλογος λόγου και μουσικής «ΛΙΝΟΣ» αλλά και από το λογοτεχνικό περιοδικό λόγου και τέχνης «ΚΕΦΑΛΟΣ». Τα ποιήματά του και η αρθρογραφία του έχουν δημοσιευθεί σε ομαδικά ποιητικά ανθολόγια, λογοτεχνικά περιοδικά και ιστοσελίδες ενημέρωσης ενώ τον Ιούνιο του 2020 εκδόθηκε η πρώτη του προσωπική ποιητική συλλογή «Έσσεται Ήμαρ» από τις εκδόσεις «24 ΓΡΑΜΜΑΤΑ».

 

 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr