Σήμερα στη στήλη "Στα βαθιά" έχω προσκαλέσει τη λογοτέχνιδα Βαγγελιώ Καρακατσάνη. Η καλεσμένη μου γεννήθηκε στο Ηράκλειο και μένει στις Αρχάνες. Έχει εργαστεί ως Αρχιτέκτων τοπίου και ως δημοσιογράφος στον έντυπο και τον ηλεκτρονικό τύπο. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα θεάτρου, φωτογραφίας, χορού και δραματοθεραπείας. Έχει εκδώσει ένα μυθιστόρημα, δυο παραμύθια και μια ποιητική συλλογή, ενώ έχει συμμετάσχει σε δυο συλλογικά έργα. Η ποίησή της είναι λυρική, κοινωνική, ανθρωπιστική. Εκφράζεται με αξιοσύνη τόσο στην παραδοσιακή έμμετρη ομοιοκατάληκτη φόρμα, όσο και στην ελεύθερη γραφή. Ο λόγος της γεμάτος σφρίγος, ζωντάνια και γνήσια συγκίνηση μιλά για την ειρήνη, την ισότητα, την κοινωνική δικαιοσύνη, την αγάπη. Η ματιά της είναι μαχητική και συγκρατημένα αισιόδοξη. Αναζητά την ελπίδα μέσα από την ενότητα, την αδερφοσύνη και τον αγώνα. Θα συναντηθούμε με τη σκέψη της μέσα από δέκα διαλεχτά της ποιήματα!
Ο αδερφός
Έλα να ζήσουμε μαζί τον επαναπροσδιορισμό των λέξεων.
Να αγγίξουμε την αλληλεγγύη, την ισότητα, το δίκιο.
Να χαϊδέψουμε με θάρρος
το αύριο που ονειρευόμαστε από χρόνους…
Έλα, να ρουφήξουμε μαζί, το νέκταρ της άνοιξης που ανατέλλει.
Να ψιθυρίσουμε την αγάπη και να απλώσουμε τα φτερά της.
Κι αν μας βρει η νύχτα,
σφιχτά να αγκαλιαστούμε
και να ευχηθούμε στο αύριο:
Να ανατείλει ένας άλλος κόσμος!
Να σκεπαστούμε κάτω απ’ το φως του φεγγαριού και των άστρων.
Να δυναμώσουμε τη φωνή κάτω απ’ τις μάσκες.
Να πούμε ένα μεγάλο ΟΧΙ στους εμπόρους,
που τις πουλάνε για να αυγατίζουν τα κέρδη τους.
Να φωνάξουμε δυνατά και καθαρά: Ως εδώ!!!
Κι ύστερα, γυρνώντας την υδρόγειο, να ταξιδέψουμε στην κόκκινη κουκίδα
μες στον χάρτη.
Εκεί που αδερφός είναι Άνθρωπος και Ελπίδα είναι το παιδί…
Και να ευχηθούμε να βρεθεί το γιατρικό του απροσδιόριστου εχθρού,
που ‘ναι επακριβώς προσδιορισμένο χρόνια τώρα…
Ανατροπή! Δεν υπάρχει άλλος δρόμος!!!
Εξ οικείου σφάλματος
Εξ οικείου σφάλματος.
Ταξίδεψα μα μένω.
Στης νύχτας την αντιφεγγιά,
τη Χαραυγή προσμένω.
Βληθείς εξ αποστάσεως
έζησα μα πεθαίνω.
Στου κέρδους την περίπολο,
ίσα που ανασαίνω.
Ως σφάλμα, εκ του σφάλματος:
ξερός, μα ανθισμένος.
Αγρίμι στις βουνοκορφές,
Εδώ εγκλωβισμένος!
………………………
Παίξε το μπουζούκι κι άσε, το μαράζι να καεί
Όλη μέρα αναστενάζει η παλιοζωή!
*Εμπνευσμένο από το ομότιτλο βιβλίο του Τάσου Ζόμπολα.
Η αγάπη μας
Είν' η αγάπη σου μεγάλη μα σεμνή,
δεν διεκδίκησες ποτέ τα μεγαλεία.
Την έθρεψες με δυο μπουκιές ψωμί,
κι αυτή ’ναι, μάτια μου, όλη της η ουσία.
Κάθε ξημέρωμα προσμένω μια αυγή,
που θα γλεντήσουμε του κόσμου οι δραπέτες...
Κι αν θα ’ναι αύριο ή πάλι λίγο αργεί,
θα πολεμήσουμε του ιδρώτα μας τους κλέφτες!
Είν' η αγάπη μου φλισκούνι και θυμάρι,
ζεστό να πιούμε αν κρυώσουμε στ’ αγιάζι
κι όποιος θελήσει στα κλεφτά να μας το πάρει:
Άσ' τον να λέει, μάτια μου, άσ’ τον, δεν πειράζει.
Κι αν σκοτεινιάζει στις φουρτούνες της ζωής,
κερί θα ανάψουμε στο φως να μας κρατήσει.
Κι αν σηκωθούν ανέμοι στη νυχτιά,
τα αστέρια, μάτια μου, κανένας δεν θα σβήσει!
Κι ο Ιούδας κρυώνει
Ανάγκη και χρέος,
να γενείς ο μοιραίος,
στο παιχνίδι της λάμψης χορεύεις.
Δεν μιλάς, δεν λαλάς,
με κοιτάς δυνατά,
και σηκώνεσαι κι έντρομος φεύγεις!
Στο ξανά, στο μετά,
στου ρυθμού τα παλιά μας ταξίδια.
Σκύβεις μόνος, θρηνείς,
και γελάς τρανταχτά,
πάλι όλα μείνανε ίδια!
Δεν ζητάς, δε μιλάς,
τις ανάγκες σου πνίγεις στο πάθος.
ζωντανεύεις, πετάς,
δε ζητάς γιατρειά,
σε μια σχέση που ήτανε λάθος!
Κι όσο πας μακριά,
τόσο πίσω κοιτάς,
ο καφές σου, σε λίγο, τελειώνει…
Δώσε μου ζεστασιά κι ο Ιούδας γλεντά,
μα στο κρύο κι εκείνος κρυώνει!
Η μοναξιά της μάνας
Σαν μάνα που μοιρολογά στον κόσμο το παιδί της,
σαν ρόδο που μαραίνεται από την ανομβρία,
είν' η ζωή πολλές φορές,
μα ξέρω την αιτία.
Στη μοναξιά τσι αγάπης σου άναψα ένα καντήλι,
να φέγγει στα σκοτάδια μας τα αστεροστολισμένα.
Ποια μάνα έχασε παιδί χωρίς να βρέξει χείλι;
Ποια αγάπη πέταξε μακριά λίγο μετά το δείλι;
Σαν σπουργιτάκι άνοιξες, για λίγο, τα φτερά σου…
Σαν μέλισσα ρούφηξες λίγο απ’ το θυμάρι…
και ύστερα εμίσεψες,
μα ξέρω, θα ’ρθεις, πάλι!
Στη μοναξιά τσι αγάπης σου, φώτισα το σκοτάδι:
Να δεις το φως να αναστηθείς, βλαστέ μου, πονεμένε.
Ξέρω θα ’ρθεις στο όνειρο να μου ζητήσεις χάρη…
Άλλοι καημοί από αυτόν, δεν θέλω, να με καίνε!
Σαν Αντεμπαράν θα κυνηγώ, μία ζωή, την πούλια…
Μα δεν θα φτάνω και συχνά θα χάνω την πυξίδα.
Άλλη ομορφιά από τα σε,
στη γη πάνω δεν είδα!!!
Στη μοναξιά τσι αγάπης σου, πλέκω, χρυσό μαντήλι.
Να το κρατάς να μ’ οδηγείς όρθια να βαδίζω!
Ξέρω θα γιάνει η πληγή,
δεν έπαψα να ελπίζω!
Το καραβάνι των τρελών
Άλλοτε το καραβάνι των ταξιδευτών
σωτηρία ήταν για τον άνθρωπο.
Παράλληλα όμως χαράζονταν και ο δρόμος του μεταξιού…
Σήμερα και οι δύο δρόμοι
σπέρνουν θάνατο κι έχουν οσμή σάπιας σάρκας.
Τα όρνια ακόνιζαν από καιρό
τα νύχια και το ράμφος τους.
Μα υπάρχουν και τα καραβάνια των τρελών κι ονειροπόλων,
που σμίγουν την ανατολή με τη δύση,
το χθες με το Αύριο,
το δικό μας, το καταδικό μας!
Κι εκεί που σήμερα κείτονται πτώματα
που θρέφουν τη γη με το αίμα της τάξης μας,
Αύριο θα φυτρώσουν αγριολούλουδα,
που θα αντέχουν στην ανομβρία
και στις καταιγίδες τις τροπικές.
Γι’ αυτό το Αύριο,
κάνουμε αλυσίδα ανθρώπινη
και αγκαλιάζουμε κάθε κατατρεγμένο,
κάθε θύμα της βαρβαρότητας
κι ας είναι η διάγνωσή μας:
Τρελοί μέχρι θανάτου!
Εκείνοι που μας διαγνώνουν σήμερα
Αύριο ίσως να ’ναι μαζί μας,
ίσως κι απέναντι,
και θα 'χουν τρελαθεί απ’ την ιδέα
ό,τι ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει
και θα ζήσει σαν άνθρωπος!!!
Και θα ταξιδεύει στον κόσμο
Λεύτερος δίχως μέτρα προστασίας.
Ο νέος άνθρωπος γεννάται
Ό,τι ήταν να ειπωθεί για το φως, έχει ειπωθεί.
Και βρήκαμε τη λέξη να το περιγράψουμε: Σοσιαλισμός!
Το φως δεν αγνοεί τις λέξεις.
Εξουσία Λαϊκή, η στολή παραλλαγής του.
Ό,τι ήταν να ειπωθεί για το σκότος, έχει ειπωθεί.
Μα δε βρήκαμε λέξη που να το σκοτώσει.
Το σκότος εγκλωβίζει ακόμα και τις λέξεις.
Ό,τι ήταν να ειπωθεί για το φαΐ, έχει ειπωθεί.
Μα ακόμα δεν χόρτασαν οι πεινασμένοι…
Ό,τι ήταν να ειπωθεί για το κράτος τους, έχει ειπωθεί.
Το εποικοδόμημα εμπιστεύεται τους εθελοντές.
Ό,τι ήταν να ειπωθεί για τα περιστέρια, έχει ειπωθεί.
Μα θα περάσουν γενιές και γενιές, σε δάση από ριπές φασιστών.
Κι όμως… ένα χελιδόνι φτάνει για να φέρει την άνοιξη.
Και κάποια από τις άνοιξες που έρχονται, θα είναι δική μας, καταδική μας!
Και τότε θα βρούμε τη λέξη να περιγράψουμε την ισότητα,
την αξιοπρέπεια, την ανιδιοτέλεια, την ειλικρίνεια,
την τιμιότητα, το δίκιο.
Θα ’ναι ακριβώς, ο νέος άνθρωπος, που κυοφορούμε,
αιώνες τώρα!
Γιατί να με κατηγορήσετε;
Όρμησα στα κύματα και τις κορφές.
Αφέθηκα στο πέλαγος της αγκαλιάς του.
Ακροβάτησα στις βουνοπλαγιές του ΕΙΝΑΙ μου.
Δεν φοβήθηκα τα θαλάσσια τέρατα ούτε τα απόκρημνα γκρεμνά…
Ήξερα τι θα αντιμετωπίσω!
Μέτρησα σωστά τα εμπόδια στο δρόμο μου.
Στη δίνη των ανεμοστρόβιλων, κράτησα σταθερά το πηδάλιο.
Αυτό ήταν το όπλο μου.
Συχνόπαιζα τα μάτια μου στην πυξίδα. Δεν χάθηκα.
Δίψασα και χίμηξα στο αλμυρό νερό!
Γιατί να με κατηγορήσουν οι προηγούμενοι;
Τρόμαξα στο απρόβλεπτο:
Κι οι πολεμιστές λιγοψυχούν!
Πολέμησα με θάρρος στα αλώνια που μαρμαρώνουν.
Δημιούργησα όρους και προϋποθέσεις.
Τόλμησα, ναι, τόλμησα.
Τραγούδησα, ζωγράφισα, έκλαψα…
Πείνασα και έφαγα καρπό σάπιο, αλλά καρπό!
Δίψασα και ήπια νερό βουρκωμένο, αλλά νερό!
Πόθησα…
Γιατί να με κατηγορήσουν οι τωρινοί;
Διεκδίκησα και κέρδισα, ηττημένη αλλά κέρδισα!
Νοστάλγησα και μελαγχόλησα δυστυχισμένη, αλλά ευτυχής.
Κουράστηκα και ξαπόστασα στον καυτό ήλιο, αλλά ξαπόστασα.
Τα μάτια μου αρνήθηκαν το βάθος του ορίζοντα που χάνονταν…
Κρύος ιδρώτας των άστρων έλουσε την ασπίδα μου,
χαμόγελο δακρύων σαν σπαθί ομόρφυνε το μέρος της καρδιάς.
Σπόρος μεταλλαγμένος, γόνιμο έδαφος, άνθη ερμαφρόδιτα,
φυτό απροσάρμοστο, στυφός καρπός.
Σπόρος δυνατός, έδαφος άγονο, άνθη αυτογονιμοποιούμενα,
φυτό προσαρμοσμένο, άγριος καρπός.
Γιατί να με κατηγορήσουν οι επόμενοι;
Φωσφόρισα στο σκοτάδι, μα δεν χάθηκα.
Μαγεύτηκα συνεπαρμένη στα νεφελώματα των άστρων
και γαλήνεψα σε άγνωστα τοπία, μουσκεμένη στο θερμό θειάφι.
Πάγωσα στις χιονισμένες κουβέρτες και ζεστάθηκα στο σβηστό τζάκι.
Φωτογράφισα τη συνθετότητα των πραγμάτων
και ύμνησα την απλότητα της δημιουργίας.
Έγινα διήγημα και χρονογράφημα, καθρέπτισα τη μελαγχολία της ευτυχίας
στην ολότητα της σκέψης
Περπάτησα, γοργοπερπάτησα, έτρεξα, λαχάνιασα.
Ξαπόστασα στον ασκιανό των λεμονανθών το καταχείμωνο.
Λούστηκα στις ανθισμένες αμυγδαλιές της πρώτης άνοιξης.
Λαβώθηκα στον πόλεμο του τρύγου, το κατακαλόκαιρο.
Έτρεξα στα λιβάδια με τις μενεξεδένιες παπαρούνες του φθινοπώρου.
Κι έπειτα, πάλι απ’ την αρχή, ξαπόστασα, λούστηκα, λαβώθηκα, έτρεξα!
Διένυσα μοναχικά την έλλειψη της Γης, βυθισμένη στην ακινησία της κίνησης.
Κι όταν είδα καθαρά τις πληγές του κορμιού ανακάλυψα τη δύναμη της ψυχής…
Αναγεννήθηκα από τις στάχτες μου και γέννησα τον καρπό της νιας ζωής!
Γιατί να με κατηγορήσετε;
Οδυσσέας
Απνευστί η πένα μου χαράσσει απρόσμενη παρουσία,
την απουσία σου την Αόρατη στο λευκό χαρτί.
Στις θάλασσες ρίχνεται, αναζητά τη σχεδία σου.
Στον ουρανό το Φως των ματιών σου.
Ανέφελη Αχτίνα, πυξίδα. Οδηγεί στ’ αύριο.
Το μακρινό, το κοντινό, της ροής,
της διαλεκτικής εξέλιξης συνάρτηση.
Με φόβο αγναντεύω τη μελαγχολία των πραγμάτων.
Αδρός διασχίζεις τους ορίζοντες
φωτίζοντας την Απεραντοσύνη του Σύμπαντος.
Αρώματα διαχέεις στην ατμόσφαιρα,
Γιασεμί Ολάνθιστο, Ελπίδα στο ξερό τοπίο.
Άσε με! Αναμετρώντας τα μόρια της υλικής σου υπόστασης.
Αναπνέοντας τις οσμές της μεταξύ τους διαπάλης.
Να γύρω στην αγκαλιά σου.
Άσε με! Ψιθυρίζοντας την ποίηση του άλαλου πελαργού σου,
αγγίζοντας το λευκό των γαλάζιων ονείρων σου,
να ταξιδέψω στη λέμβο σου. Να γευτώ Πίκρες, Χαρές της ζωής.
Έλα χωρίς πάθη, Μαχητή της θάλασσας.
Ατρόμητα ψηλάφισε τους θυελλώδεις παλμούς της καρδιάς μου.
Θρυμμάτισε το βίαιο σπαραγμό της ανάσας μου,
Ατένισε το βάθος της ύπαρξής μου της εκμηδενισμένης.
Άσε με! Αν ιδρώτας γίνω να εξατμιστώ πάνω σου.
Εξασθενώντας στους πόρους του υμένα που σε περικλείει.
Σαν υπήρξα, να μην Υπάρχω. Σαν δεν ήμουν, να Γίνω.
Να μ’ αγγίζεις και να 'μαι Ανέγγιχτη, Αδιόρατη.
Έλα, φρεσκοργωμένο χώμα. Προσμένω τους σπόρους του τρυφερού Έρωτά σου.
Τα σημάδια της συνουσίας να με συνοδέψουν στην Αιωνιότητα.
Καθώς υφαίνω το πέπλο της μοναξιάς, κρίμα γίνομαι.
Στον πηγαιμό προς την Ιθάκη του μέλλοντός μας.
Αγάπη. Σε διαβάζω και ανακαλύπτω το Όμικρον του ονόματός σου.
Ηδονή
Ω! ακατάλυτη ηδονή του έρωτα!
Που τον άνθρωπο υποτάσσεις και σκλαβώνεις
σε μια σκλαβιά, σ’ ένα κελί αλλιώτικο,
μοναδικό.
Και νιώθεις τον παράδεισο κοντά
και την κόλαση ακόμα πιο κοντά.
Ω! συνουσία, του έρωτα βλαστάρι,
της αγάπης τέκνο.
Ως πότε θα σκλαβώνεις τους ανθρώπους
τους υποταγμένους και δειλούς στ’ άγγιγμά σου;
Και ο φυλακισμένος, παράφορα
θα ψάλει σιγανά στίχους σαν αυτούς.
Παράφορα θα σ’ αντικρίζει,
κάθε φορά, σαν την τελευταία.
Κοντά στον παράδεισο,
πιο κοντά στην κόλαση.
Βιογραφικό σημείωμα
Η Βαγγελιώ Καρακατσάνη γεννήθηκε στο Ηράκλειο και είναι παντρεμένη με το Νίκο Λουτράρη από τις Αρχάνες όπου και διαμένουν. Είναι Aρχιτέκτων Τοπίου, έχει ασκήσει το επάγγελμά της στον ιδιωτικό τομέα. Έχει εργαστεί επίσης σαν δημοσιογράφος στον τοπικό Τύπο και σήμερα γράφει στις εφημερίδες «Νέα Κρήτη», «Αλήθεια» και Φωνή Λογοτεχνών καθώς και στην ηλεκτρονική σελίδα Ατέχνως. Παρακολούθησε μαθήματα θεάτρου, φωτογραφίας, χορού και δραματοθεραπείας. Εξέδωσε το μυθιστόρημα «Στη ρίζα τ’ αετού» (2015), το παραμύθι «Το Άτακτο αστεράκι με το κόκκινο σκουφάκι» (2017), την ποιητική συλλογή «Τα αναγκαία» (2020) και το παραμύθι «Το Έρημο κλουβί» (2021) ενώ συμμετέχει στην ποιητική ανθολογία «Γράμματα της ποίησης» και στη συλλογή ποιημάτων και διηγημάτων «Σκληρός Απρίλης 2020 μ.Χ. Έχει διακριθεί για τη συμμετοχή της στον λογοτεχνικό διαγωνισμό του ΣΕΔΗΚ για το παραμύθι «Η μικρή ελιά».