Η Αδελαΐδα Δήμου Παπαγεωργίου είναι μια εκπληκτική ποιήτρια και συγγραφέας παραμυθιών από την Κύπρο. Έχει εκδώσει πέντε παραμύθια και μια ποιητική συλλογή. Έργα της έχουν βραβευθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Η ποίησή της είναι ανθρωπιστική, περιγραφική, σαν πίνακας ζωγραφικής. Θα ταξιδέψουμε μέσα από δώδεκα ποιήματά της στις μνήμες και στα συναισθήματά της!
Κύπρος 1974
Στα μάτια μου ξεχείλισαν σιωπές.
Εκείνα που δεν μπορούν οι πληγές
να ξεστομίσουν
κλείστηκαν μέσα μου βαθιά
κι έσβησαν τις αστροφεγγιές στο βλέμμα μου.
Χαμένες έμειναν οι λέξεις.
κλειδωμένες σε κιτρινισμένα λεξικά.
Ιούλιος.,της προδοσίας μαύρος μήνας.
Αύγουστος,μήνας που κλείσανε τα άνθια τους
τα γιασεμιά,
για να μη δουν αίμα ηρώων.
οι άλλοι μήνες κατρακύλησαν το ίδιο μουντοί,
φορτωμένοι με τις πυρπολημένες τους μνήμες.
Εγκαταλειμμένες φωτογραφίες
με πετρωμένα χαμόγελα
στα ξεφτισμένα ξύλινα πλαίσια.
Οι πόλεις σέρνουν μακρόσυρτο τον θρήνο τους,
ζητιανεύοντας μια σταγόνα λευτεριάς.
τόση που να τρυπώσει μες στα συρματοπλέγματα
Η Κερύνεια αποχαυνωμένη στα ηρεμιστικά,
η Μόρφου αγναντεύει περίλυπη
τις ακροκορφές του Κύκκου,
η Αμμόχωστος Βασιλεύουσα ορφάνεψε τα παιδιά της.
Κι εγώ ζω, φορώντας οικτρά στολίδια θλίψης
αγορασμένα από εμπόρους των εθνών.
Στο μέτωπό μου χαραγμένες
πολύχρονων διαδρομών ρυτίδες,
φρίκη που φώλιασε
στη μνήμη των αθώων μου χρόνων.
Τώρα,
με την ψυχή μοιρασμένη στην ίδια μου τη γη,
φύτεψα στο μέλλον τύψεις
μην τυχόν απλώσει ρίζες
και απειλήσει τις ιερές μου μνήμες.
Μη και φυλλοβολήσει την ελπίδα
και δεν κρατηθεί άσβεστη ως εκείνη τη μέρα,
που ούριος άνεμος,
μυρωμένους ανθούς θα στροβιλίζει
με τα χαρούμενα τραγούδια του γυρισμού.
Σφυρηλατώ στη σκέψη
με φουσκωμένα όνειρα
που θα απλωθούν ένα ευλογημένο απόγευμα
σηκώνοντας πανιά για το Βαρώσι,
ν’ ανάψουν
τα φώτα των λυπημένων αστεριών.
Τον ουρανό να βάψουν
με το κόκκινο χρώμα της χαράς…
Δεν είμαι φιλόσοφος
Μην με ρωτάς πώς και γιατί, φιλοσοφώ.
Απλός άνθρωπος είμαι, γέννημα
πέτρινων χρόνων.
Ζω τις στυφές χαρές μου,
ζητιανεύω τη λυτρωτική αγάπη.
Σπέρνω σε αντίθετους ανέμους την αγωνία μου.
Χτενίζω της φτώχιας την κατάρα
στο κοινωνικό παντοπωλείο.
Πικρός θεατής της αρετής, που πνίγηκε
στους μαλακούς καναπέδες της καλοπέρασης.
Παρακολουθώ τις νάιλον καρδιές
που παιανίζουν θάνατο.
Κρύβομαι στους υφάλους της σιωπής.
Κάνω κομποσκοίνι τους καημούς του κόσμου.
Σφυροκοπώ τη ψυχή μου
στο αμόνι των καημών
και το πνεύμα μου θωρακίζω στο φως.
Γράφω «παρών» στο απουσιολόγιο του πόνου
διαμαρτυρόμενη για καθετί απάνθρωπο,
που περισφίγγει τον κλοιό της αξιοπρέπειας.
Για εκείνα που ξεπουλιούνται σε ειδικές τιμές.
Για το χρήμα και τη δόξα που κανείς δεν μίσησε…
Την αλήθεια φορώ εναντίον κάθε συνθηκολόγησης.
Η υποκρισία από παντού σφίγγει τον κλοιό
και δεν υπάρχει άλλη διέξοδος
παρά ο αγώνας,
να δείξω την αποστροφή μου,
φτύνοντας των καιρών το ψέμα.
Γόνατα
Αυτά τα ευτελή λόγου γόνατα
έπεσαν και πληγώθηκαν χιλιάδες φορές
μέχρι να καταφέρουν να ορθοποδήσουν
στης ζωής τις τραχιές στράτες
Ματωμένα γδαρμένα γόνατα
που νοιώθουν ακόμα στον υποδόριο ιστό τους
την απαλή αίσθηση του μητρικού χαδιού
βάλσαμο στον ανυποψίαστο πόνο της νιότης τους
Τώρα ταπεινά γονατίζουν
τον εγωισμό τους στο πάτωμα
εκπέμποντας δεήσεις
για την κατάντια του κόσμου
ίσως πιο πολύ κλίνουν
για την δική μου κατάντια
τα περιφρονημένα μου γόνατα
άλλοτε περήφανοι αρμοί στο σώμα μου
που άρχισε τώρα να γέρνει στη δύση του….
Υπερώο ποίησης
Στου μυαλού μου
το Υπερώο ανέβηκα
Άγιους στίχους να μεταλάβω
μέθεξης λόγου σε θείο Δείπνο
Παράκλητος πνεύματος
Διστάζω μήπως,
ανάξιος φανεί ο λόγος μου
στο ανάστημα να συγκριθεί
των μεγάλων ποιητών .
Υποκύπτω όμως,
στην άταχτη διάθεση της καρδιάς
να ορμήσει στη σκέψη,
στων δαχτύλων τις άκρες
δικό της χνάρι ν’ αφήσει.
Στίχους σημειώνω
απόσταγμα ψυχής
Είθε να γίνουν
φωτεινό απαύγασμα.
Προσευχή θεία,
να σταθώ έστω για λίγο
κι εγώ στη σκιά τους…
Απαίτηση
Πρωτοκαθεδρίες ,
χειροκροτήματα φτηνά
ποτέ δεν ζήτησα
το στόμα έκλεινα εκείνων ΄
που άδικα με επαινούσαν
Από άτιμων ανθρώπων χέρια
δεν δέχτηκα δόξα να πάρω
ούτε παρέα να πιώ
με όσους πίνουν κοκτέιλ
από της αδικίας τον οχετό
απαίτησα μόνο
την δική μου μερίδα
από ψωμί ζυμωμένο
με τον ιδρώτα μου…
Πατρίδας πόνος
Κάποτε θα γίνουν τα λόγια μου
φλόγες πύρινες
τις άδικες πράξεις να κάψουν
να πνίξουν το παράπονο
στα αλμυρά δάκρυα του καημού σου
Πλανεύτηκες καημένη πατρίδα
σε λαοπλάνων πομπώδης λόγους,
αδίκησες εμάς τα παιδιά σου
που γυμνά τα στήθη προτάσσαμε
για την τιμή σου
Μα ξέρω πως όλοι αυτοί
μια μέρα θα χαθούν
σαν χνούδι που το παρασέρνει ο άνεμος
ή ίσως μείνουν απλοί θεατές στην κερκίδα
να αναμασούν την ευτυχία των άλλων
με πικροδάφνης γεύση στο στόμα…
Άγιοι
Απροσδόκητη η κάθε προσδοκία
υπέρβασης των ορίων
του λόγου, της πράξης, των θέλω
που έπνιξαν τις πραγματικές ανάγκες
Κολυμπώ μέσα στην πληθώρα της ύλης
γυμνή και πεινασμένη
Αχόρταγη και ανικανοποίητη,
η λάμια της ηδονής
οι δαμαστές της σάρκας λιγοστοί
ελάχιστοι όσοι χαλιναγώγησαν
τις εξάρσεις του νου
Άγιοι όσοι ποτέ δεν πεθύμησαν
μα τα έδωσαν όλα για τους άλλους
στον βωμό της αγάπης…
Τέλεια αγάπη
Όταν μπορώ να λέω Εσύ
και να βρίσκομαι μέσα κι εγώ
και όταν μέσα στο εγώ μου
βρίσκεσαι πάντα κι εσύ
μέσα στη ζωή σου νάναι η ζωή μου
τόσο απλά : βρήκαμε την τέλεια αγάπη
Ενοχλήσεις
Πλήθυνε ο λόγος
Αδυνάτισαν οι έννοιες
Πολλά μεν υποσχόμενες
Πιο πολύ προσποιημένες
Όλα για το χειροκρότημα…
Όλα με πονούν
Η αβεβαιότητα των καιρών
Η φτώχια των λέξεων
Η ασυνείδητη αδιαφορία σου
τα ηλιοβασιλέματα που φεύγουν…
Απορίες
Πώς να μιλήσω για το μέλλον
αφού ψιθυρίζονται μάχες
στα συρματοπλέγματα των συνόρων μου
πώς ήσυχη να κοιμάμαι
όταν καραδοκούν οι κλέφτες ονείρων
που τύλιξαν πλεκτάνες
γύρω από το λαιμό της χώρας μου
πώς να αγαπήσω
όσους δόλια εισβάλουν
το ψωμί μου να κλέψουν
αλήθεια πες μου πώς να χορτάσω ειρήνη
αφού ψέματα με ταΐζουν;
Φθινοπωρινό παράπονο
Τούτο το Φθινόπωρο
την μοναξιά μας πληγώνει
διαβαίνουν ύποπτοι άνεμοι
στης φιλίας τους έρημους δρόμους
μυστικά συνομιλούν οι μάσκες
με την προδομένη μας ύπαρξη
Ενοχλούν τα χαρούμενα παιδιά,
την ανησυχία ξεδιπλώνουν
Δεν ωφελεί να κρύψουμε τα μάτια
θα μας βρουν όσοι τον ίδιο εφιάλτη
κοίμισαν στο μαξιλάρι τους
Το μέλλον
Δεν θα μιλήσω πάλι για το μέλλον
αμφίσημοι οιωνοί καραδοκούν
μπλεγμένο το κουβάρι της ζωής
Εντολή δόθηκε στον άγγελο
την σάλπιγγα στα χείλη του να βάλει
Το νήμα ξετυλίγει έωλη ελπίδα….
Βιογραφικό
Η Αδελαΐδα Δήμου Παπαγεωργίου γεννήθηκε στην Πάφο και μόλις δυο μηνών η πολυμελής οικογένειά της μετακόμισε στην Αμμόχωστο . Έζησε τα τραγικά γεγονότα του 1974 , τον πόλεμο την προσφυγιά που σημάδεψαν την παιδική της ζωή. Είναι λογίστρια, έχει πέντε παιδιά και μια εγγονή. Έχει γράψει πέντε παραμύθια κατάλληλα για μικρούς και μεγάλους αναγνώστες και πρόσφατα έκδωσε την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο <<Αμμόχωστος.. και άλλοι καημοί >>, για την πόλη Αμμόχωστο τον μεγαλύτερο πόνο της αλλά και για άλλους καθημερινούς καημούς. Πρόσφατα έχει παρακολουθήσει μαθήματα δημιουργικής γραφής, και διάφορα άλλα σεμινάρια σε ανοικτό Πανεπιστήμιο του Ηνωμένου Βασιλείου. Μιλά Αγγλικά, Γαλλικά και τώρα παρακολουθεί Ρωσικά. Είναι μέλος του Κυπριακού Συνδέσμου Νεανικού Παιδικού Βιβλίου ΚΣΝΠΒ , της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών Π.Ε.Λ, του Ελληνικού Πολιτιστικού Ομίλου Κυπρίων Ε.Π.Ο.Κ, μέλος στην Παγκύπρια επιτροπή Ευημερίας Τυφλών Αμμοχώστου κ.α. Ποιήματα και έργα της έχουν διακριθεί κατά καιρούς με τιμητικές διακρίσεις .
Εργογραφία:
1) 2010 Παραμύθι << Ο Πενηντατρής>>, εκδόσεις Επιφανίου
2) 2013 << Οι τρεις σοφές συμβουλές του Μυλωνά>>,
3) 2016 << Ο Βασιλιάς των Αετών και το Αεροπλανάκι>> ,( βραχεία λίστα κρατικών βραβείων Κύπρου)
4) 2018 << Ο Μανώλης και το λουλούδι της αγάπης>> ( βιβλίο της χρονιάς 2019 ΕΠΟΚ ), το οποίο επανέκδόθηκε το 2019
5) 2012 ) << Adeline a strange princess>> εκδόσεις Xlibris
6) 2020 << Αμμόχωστος… και άλλοι καημοί>>