Θα δούμε έξι ποιήματα της ποιήτριας από την Κύπρο Βούλας Αντωνίου, αφιερωμένα στην Αμμόχωστο και τις πληγές της. Τα εμπνεύστηκε κοιτώντας τις φωτογραφίες που θα σας παρουσιάσω...
ΣΑΡΑΝΤΑ ΠΕΝΤΕ ΧΡΟΝΙΑ ΣΚΟΝΗ
Κοίταζε τα σκονισμένα σκεύη.
Κοίταζε τα σκονισμένα σκεύη και σκεφτόταν πόσο είχε σκονίσει η ζωή τους
όλα αυτά τα 45 χρόνια μακριά.
Ναι ,έτσι σκονισμένη έγινε η ζωή τους
Την σκέπασε η σκόνη του πολέμου και έκτοτε δεν καθάρισε ποτέ.
Η ζωή της χωρίς την Αμμόχωστο..
Χωρίς την πόλη την χωμένη στην άμμο,
την όμορφη που χάνεται στη σκόνη.
Σαν την ζωή τους
Σκόνη στον άνεμο η ζωή τους
Σκόνη στα σκεύη τα κουζινικά
Σκόνη στις θύμησες
Εκείνες να καθαρίσουμε βιαστικά..!
Μην χαθούν στην σκόνη οι θύμησες ,οι μνήμες ,μην γίνουν ένα με αυτή!
Εκείνες . ..οι μνήμες να μην σβήσουν για πάντα
Μαζί τους θα χανόταν ’ το ένιωθε.
Χωρίς ελπίδα ,χωρίς μνήμες, χωρίς θύμησες, χωρίς παρελθόν, υπάρχει ο άνθρωπος;
Δεν υπάρχει
Αγώνας με την σκόνη.
Να ξεσκονίσει την κουζίνα του άγνωστου σπιτιού ,να ξεσκονίσει την
φωτογραφία του άγνωστου στρατιώτη, να ξεσκονίσει κι άλλο τις θύμησες..
Να ξαναλάμψεις Αμμόχωστος
Σε σπίτια άγνωστα και γνωστά ,στα σπίτια μας
Σε δρόμους γνώριμους στις παιδικές και εφηβικές μνήμες.
Στα χρόνια της αθωότητας
Στα χρόνια "πριν του πολέμου"
Ξεσκόνισε τις μνήμες
Ξεσκόνισε τις φωτογραφίες
Ξεσκονίζω την ψυχή μου να αναπνεύσω ξανά
Αμμόχωστος
ΧΟΡΤΑΡΙΑΣΕ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΜΑΣ
Δες!.
Κανείς δεν περπατά πια εδώ παρά μόνον κανένας Τούρκος στρατιώτης.
Που δεν ξέρει καλά καλά γιατί τον έφεραν εδώ ,τι κάνει σε αυτή την πόλη φάντασμα! . .
Χορτάριασε ο δρόμος μας.
Διψά για τα χαρούμενα βήματα των ανθρώπων του.
Ο δρόμος μας διψά για τα γέλια των ανθρώπων του ,διψά για τα βλέμματα των ανθρώπων.
Ο δρόμος μας διψά για τα πνιχτά γέλια των κοριτσιών στα βλέμματα των αγοριών ..
Πόσο όμορφα ηχούσαν θυμάσαι;
Τώρα ερημιά
45 χρόνια ερημιά
Πολλά τα χρόνια
Πολλά τα "γιατί"
Πολύς ο καημός
Πολλοί αυτοί που έφυγαν
Πολλά όλα
Λίγη εσύ
Λίγοι οι πολιτικοί
Αληθινοί πωλητικοί
Αμμόχωστος
ΠΟΣΑ ΕΖΗΣΑ
Πόσα έζησα ,πόσα είδα, πόσα ένιωσα.
Τώρα με κοιτάς και με λυπάσαι.
Είμαι βλέπεις ερείπιο.
Ερείπιο ,μα διατηρώ ακόμα την ομορφιά μου
Το βλέπεις ;
Το βλέπεις!
Σε παρακαλώ πες το ,φώναξε πως το βλέπεις ,πως κάποτε ήμουν γεμάτο
ζωή ,γέλια ,χαρές και δάκρυα.
Δάκρυα χαράς και λύπης
Από εκείνα που αναμειγνύονται και γίνεται η ζωή.
Τώρα μόνο λύπη ,λύπη και εγκατάλειψη.
Πόσα έζησα, πόσα είδα, πόσα άκουσα.
Πόσα μωρά παιδιά έπαιξαν στα σκαλιά μου, πόσα χαμογελαστά πρόσωπα γονιών
με τα βρέφη στην αγκαλιά διάβηκαν το κατώφλι μου.
Πόσοι ένοικοί μου πλήρεις ημερών διάβηκαν το κατώφλι μου για την μεγάλη έξοδο ,το μεγάλο ταξίδι.
Μετά έτρεξαν όλοι και έφυγαν.
Για μια μέρα ,για δύο ..θα γυρίσουν.!
Στέγνωσαν οι τοίχοι μου ,δεν τους τρέφουν οι ανάσες των ανθρώπων μου βλέπεις.
Γέμισα ρωγμές ,μεγαλώνουν τώρα ,μεγαλώνουν τόσο και πονούν ,χωρίζομαι χωρίζομαι στα δύο ,καταρρέω.
Οι ξένοι που ήρθαν δεν ξέρουν να πονούν.
ΜΙΚΡΟ
Μικρό κουτσό αρκουδάκι,
μάρτυρας κακών ,μάρτυρας λυγμών
Μάρτυρας ελπίδων
Ελπίδων;
Πάνε χρόνια που έφυγαν, κοντά μισός αιώνας.
Τους περίμενα ,εδώ στους τοίχους αυτού του σπιτιού που άρχισαν να πέφτουν.
Πρώτα έπεφταν οι σοβάδες μετά ολόκληρα κομμάτια.
Πρόσφατα ολόκληρος τοίχος.
Έπεσαν οι τοίχοι αλλά υψώθηκαν πιο ψηλά τα τείχη.
Τα τείχη της απελπισίας.
Της δικής μου και της δικής τους.
Τους είδα να περπατάνε με χαμένα βλέμματα στον απέναντι δρόμο.
Άκουγα τις καρδιές τους να κτυπούν
Είδα τα όλο πόνο βλέμματά τους, την προσπάθειά τους να κρατηθούν. Να αντέξουν
Να αντέξουν σε αυτό που έβλεπαν
Το περίμενα εκείνο το κοριτσάκι ,να έρθει μια μέρα να με κοιτάξει
όλο λατρεία και να με πάρει αγκαλιά όπως τότε.!
Το "τότε " που μάκρυνε τόσο πολύ.
Φοβάμαι (και τα αρκουδάκια φοβούνται) πως αυτοί που θα΄ ρθουν τελικά ,
θα με αρπάξουν άγαρμπα , να με πετάξουν στα σκουπίδια.
Ένα σκληρό χέρι θα με αρπάξει να με πετάξει στα σκουπίδια.
Δεν το΄ χουν σε τίποτα να το κάνουν αυτό ξέρετε.
Το έκαναν και με τις ψυχές.
Στ' αρκουδάκια θα σταματήσουν
ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΘΗΚΑ
Περιπλανήθηκα ώρες μέσα στα ερείπια
Ανέβηκα λαχανιασμένος στο τελευταίο πάτωμα και άφησα την ματιά μου
να τρέξει πέρα από τα φαγωμένα φυλλαράκια
Τα θυμάμαι καλά αυτά τα ξύλινα φυλλαράκια
Θυμάμαι την κυρία Δέσποινα να τα καθαρίζει με στοργή καθημερινά
Ο πατέρας, της φώναζε να σταματήσει.
«Φτάνει καθάρισαν !»
Μα αυτή επέμενε ,αγαπούσε το σπίτι μας σαν δικό της
Το είχαν αυτό οι άνθρωποι της Αμμοχώστου
Να τα δίνουν όλα
Και τους τα πήραν όλα
Άφησα το βλέμμα να αρπάξει μια μικρούλα ηλιαχτίδα φωτός ,λαμπρού φωτός ,
χρυσού φωτός και να ταξιδέψει πέρα ως την Καμήλα
Οι χαρούμενες φωνές των παιδιών άρχισαν να δονούνται στα αυτιά μου
Ο Παύλος ,ο Κρις
Η Άννα ,ο Παναγιώτης
Ο Αντρέας
Η Νίκη
Οι φωνές αδυνάτιζαν μέχρι που ο αέρας φύσηξε
και έκλεισε απότομα το ένα φύλλο του παραθύρου
Μικρά, μικρά κομματάκια ξύλων έπεσαν στο πάτωμα ,
άλλα μπήκαν αυθάδικα στα μάτια μου.
Τα έκλεισα
Τα έκλεισα και όταν τα άνοιξα ξανά όλα ήταν καινούργια ,λαμπερά
,τα γέλια ξαναγυρίσαν
Την είχα τόση ανάγκη την Ελπίδα
ΤΩΡΑ
Τώρα που και η τελευταία ρανίδα ελπίδας
πέφτει μετέωρη, απαλά μην ακουστεί
Τώρα που και η τελευταία ρανίδα ελπίδας σκορπίζεται στον άνεμο
Ας γυρίσουμε να δούμε την Πόλη στα μάτια.
Ας γυρίσουμε να δούμε όλο το Άλλο Μισό στα μάτια.
Η τελική απόσχιση.
46 χρόνια είναι πάρα πολλά.
Ποιοι και πότε και πως πόνεσαν αυτόν τον τόπο;
Εμείς ξέρουμε,
οι γονείς μας ξέρουν.
Μα τα φαντάσματά τους πλανιόνται στους έρημους χορταριασμένους δρόμους.
Τους δρόμους που τώρα οι μπουλντόζες καθαρίζουν .
Κοιτάν οι ψυχές και ίσως αναρωτιούνται..
"Ήρθαν; ;Έρχονται; Άκουσαν την ηχώ της πόλης και έρχονται;"
Γελασμένες βγήκαν οι ψυχές, για ακόμα μια τελευταία φορά.
Αυτές ριζωμένες εκεί.
Δεν σε θελήσαν αρκετά όμορφη πόλη
Δεν σε θελήσαν αρκετά άλλο μισό
Η θανατερή σιωπή, ένθεν και ένθεν
Εσύ μας φώναζες ,μας φωνάζεις κάθε μέρα κάθε ανατολή και κάθε δύση
Την ηχώ σου χρόνια ακούμε
Μα κλείνουμε τα αυτιά
"10 χιλιάδες μέλισσες έστειλε ο Ονήσιλος και ψόφησαν όλες πάνω στο παχύ μας δέρμα"
Οι στίχοι του ποιητή αντηχούν και πάλι επίκαιροι
Η ιστορία επαναλαμβάνεται
Απελπιστικά ίδια
Τραγικά ίδια
Βιογραφικό σημείωμα
Η Βούλα Αντωνίου σπούδασε Κοινωνιολογία και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στα ΜΜΕ. Εργάζεται στην τηλεόραση του ΡΙΚ ως παραγωγός-σκηνοθέτης. Εργάστηκε για χρόνια σε ενημερωτικές και ψυχαγωγικές εκπομπές. Τα τελευταία 16 χρόνια τα αφιέρωσε στον τομέα των Παιδικών Προγραμμάτων επειδή πιστεύει πως «τα παιδιά είναι το μέλλον και με το να ασχολούμαστε μαζί τους παραμένουμε νέοι και βελτιωνόμαστε.» Η συμβολή της στον τομέα του παιδικού ντοκιμαντέρ διακρίθηκε σε συμπαραγωγές της Ebu. Έχει εκδώσει μία ποιητική συλλογή με τίτλο «Το σπίτι δίπλα στη θάλασσα». Τώρα δουλεύει πάνω σε μια δεύτερη Ποιητική συλλογή καθώς και σε μία Νουβέλα. Ποιήματά της δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά και αποτέλεσαν μέρος συλλογικών εκδόσεων ,λογοτεχνικών δράσεων διαφόρων φορέων. Σκέφτεται, γράφει ,επικοινωνεί διότι υπάρχω ως άνθρωπος μόνο μέσω των άλλων ανθρώπων και μέσα από την σκέψη και την έκφραση αυτής .