Θα δούμε τέσσερα ποιήματα απο-χωρισμού του αγαπημένου ποιητή Άρη Γεράρδη.
4 ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΠΟ-ΧΩΡΙΣΜΟΥ- ΑΡΗΣ ΓΕΡΑΡΔΗΣ
ΝΥΧΤΟΛΟΥΛΟΥΔΑ
Αυτή τη χρονιά θα ζήσουμε μόνοι.
Εσύ ψηλά, σ’ ένα αχανές παντού, κι εγώ
εδώ που μ’ άφησες, με σηκωμένο γιακά
κι ένα «πού βρίσκομαι;» στα μάτια.
Κάποτε φυτεύαμε λέξεις για το μέλλον
και φύτρωνε χορταράκι ευτυχισμένο.
Βοσκούσαμε επιθυμίες, όνειρα και αντοχές,
αγαπούσαμε ό,τι ανέπνεε ή ξεψυχούσε.
Τώρα οι νύχτες – λεπίδι, θολές κι αβέβαιες –
κατευθύνουν αόρατους δολοφόνους στιγμών,
σπέρνουν αμφιβολίες καταπάνω στις μέρες
κι οριοθετούν τα πριν και τα μετά, τον πόνο.
Αλλά ποιος επιζεί χωρίς νερό κι αγάπη;
Δίχως αέρα κι έρωτα, χωρίς το άλλο του μισό;
Έμαθα, κουτσά-στραβά, να υποδύομαι
το φεγγάρι, να κόβω βόλτες στον ουρανό
και να νοιάζομαι για νυχτολούλουδα
ποτισμένα νωχελικά αρώματα, που χαϊδεύουν
αισθήσεις και παρατείνουν παραισθήσεις.
Ακόμα ένα καλοκαίρι με σηκωμένο γιακά…
ΜΙΛΑΣ ΜΕ ΠΟΛΛΑ ΑΠΟΣΙΩΠΗΤΙΚΑ
Μιλάς με πολλά αποσιωπητικά.
Υγραίνεις τις λέξεις. Φυτρώνουν βρύα
στα μάτια σου και την ψυχή σου…
Οι τριγμοί σου ενισχύουν τη λύπη μου.
Ένας φίλος τα υπολόγισε όλα. Θα φύγεις.
Σε τραβάνε μεταμεσονύχτιοι χοροί,
ατημέλητοι έρωτες τα ξαφνικά μπουρίνια.
Τώρα είσαι κάπου στην Αφρική ή κάπου
π’ αργεί να ξημερώσει• με πάγους, δέρματα
αρκούδων και διαρκή χουχουλιάσματα.
Μυρίζεις άραγε λεβάντα και βασιλικό,
γεύεσαι θάλασσα πρωινή στα όνειρά σου;
-Ένα λυγμό να σβήσω και τελειώνω.-
Πίνεις τάχα το κρασί σου από ξένο ποτήρι;
κι οι ακατάδεχτοι χυμοί σου τρέχουν πάντα
πάνω σε κορμιά νεαρών βοσκών και ψαράδων;
-Έναν τελευταίο λυγμό και σε αφήνω.-
Διατηρείς ακόμα τον τρόπο να γδύνεσαι
κρυφά απ’ τους εραστές σου, δείχνοντας
μόνο τις πρόσκαιρες ουλές, για να μην
προσέχουν τα βαθιά εγκαύματά σου;
ΧΟΡΕΥΟΝΤΑΣ Μ’ ΑΠΕΙΘΑΡΧΗΤΑ ΑΓΓΕΛΑΚΙΑ (Adagio)
Είσαι κάπου σ’ έναν παράδεισο
και δε σκέφτεσαι να γυρίσεις.
Φιλάς νοσταλγικά το συννεφάκι
πάνω απ’ το κεφάλι σου και χαμογελάς
πιστεύοντας σ’ αφουγκραζόμαστε.
Αλλά όχι. Εμείς συναλλασσόμαστε
και διαπραγματευόμαστε με όνειρα,
ενώ εσύ μάλλον χορεύεις βαλς
με απειθάρχητα αγγελάκια.
Δε σε νοιάζει αν βρέχει, χιονίζει
ή αν κάηκε το παστίτσιο στο φούρνο.
Κρέμεσαι πάνω στη σημαία
στο μπαλκόνι μας και κανείς
δε σε βλέπει να βάλει τις φωνές.
Θα περάσεις χρόνια εκεί. Θα πάθεις
πολλά, αλλά θα ’χεις ανοσία σε όλα
και προπαντός στο χρόνο•
μάλλον καταχαρούμενη πια.
Όσο για μένα, θα προσμένω σαν βιολί
παραπονιάρικο, να το ηχήσουν, άνεμοι
μοναχικοί…
ΝΥΧΤΩΣΕ ΓΙΑ ΤΑ ΚΑΛΑ
Χόρτασα ουρανό και άσφαλτο.
Κάρβουνο τα μάτια κι η ψυχή
στον Άδη. Που πάει να πει, έγινα
ο τυφλοπόντικας που φοβόμουν.
Αυτό το ποίημα, θα ήταν άκρως
ερωτικό με χρώματα ζωηρά•
θα παιχνίδιζε το φως στα μαλλιά σου
και θα βαφόσουν κατακόκκινη
σαν παπαρούνα από έρωτα.
Θα γέμιζα φιλιά, το μυαλό σου
τη γύμνια σου, την ύπαρξή σου.
Θα σερνόμουν κάμπια στα πόδια σου
θα κυλούσα πέτρα στα μονοπάτια σου…
Αλλά βρέθηκα να σε ψάχνω
σε μπαρ που ξενυχτάνε πεθαμένους
να ρωτάω τυχάρπαστους για σένα•
γιατί σού κάπνισε να φύγεις νύχτα.
Να ’ξερα πώς ζεσταίνεσαι στα βρόμικα
πάρκινγκ των εθνικών οδών, ποιος
τυχερός αέρας σε φυσάει τα καλοκαίρια…