Σήμερα υποδέχομαι στο ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ την ποιήτρια και δοκιμιογράφο Ευτυχία -Αλεξάνδρα Λουκίδου ,η οποία διδάσκει Δημιουργική Γραφή στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Η συζήτηση μαζί της είναι για μένα πάντα μια πολύτιμη εμπειρία!
Συνέντευξη: Αγγελική Καραπάνου
-Ευτυχία μου, ήθελα να σε καλωσορίσω για μια ακόμη φορά στο ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ και στη στήλη «Να σε γνωρίσω καλύτερα». Είναι μακρά η διαδρομή σου στην ποίηση.Ήσουν από τα άτομα που το περιβάλλον τους, οικογενειακό και σχολικό, ευνόησαν την εξέλιξή του στα πρώτα του βήματα;
Το περιβάλλον όλων μας, από τον φυσικό πρώτο χώρο της κύησης μέχρι το μετέπειτα οικογενειακό και σχολικό, μάς επηρεάζει καθοριστικά. Το μωσαϊκό των τόπων που έφεραν μέσα τους οι γονείς και η γιαγιά μου λειτούργησε ως κολυμβήθρα αγάπης, μνήμης αλλά και ως περίοδος παλινδρόμησης και ανασφάλειας. Η είσοδος και προσαρμογή μου στον κόσμο συνοδευόταν από τα δικά τους ασταθή και αβέβαια βήματα ένταξης στη νέα πατρίδα, καθώς απελαθέντες το 1964 από το Καντίκιοϊ της Κωνσταντινούπολης, και κάνοντας ένα σύντομο πέρασμα από το Μόναχο, εγκαταστάθηκαν μόνιμα στη Θεσσαλονίκη. Άγνωστοι μεταξύ αγνώστων με μια ζωή πίσω τους αφημένη στη μέση. Η αγάπη ήταν πάντα παρούσα όπως και η καθημερινή παρουσία ενός τόπου με μυρωδιές, γεύσεις, μυστικά, πληγές και έρωτες. Μεγάλωσα με αγάπη, τρυφερότητα και πίστη. Μια πίστη απλή και ουσιαστική μακριά από κάθε τυπολατρία και φοβική σχέση με το θείο. Ήταν ένα απαλό αποκούμπι και ίσως η πρώτη φαντασιακή συνομιλία με το αόρατο.Το σχολείο είχε τη μυρωδιά της σβήστρας και της κιμωλίας, του κουλουριού στα διαλείμματα και των ημερήσιων εκδρομών αλλά και το αγαπημένο μου τετράδιο Εκθέσεων. Πήγαινα στο πρότυπο Δημοτικό που στεγαζόταν στην Παιδαγωγική Ακαδημία, οι εκπαιδευτικοί έκαναν εξαιρετική δουλειά. Υπήρχε το επονομαζόμενο «Χρυσό Βιβλίο», ένα μεγάλο βιβλίο σαν αυτά των εσόδων εξόδων των εταιριών που είχε ένα χρυσό χάρτινο καπλάντισμα. Σ’ αυτό γράφονταν οι καλύτερες εκθέσεις των μαθητών. Μπορούσε να περάσει μια ολόκληρη χρονιά και να μην έχει γραφτεί ούτε μία έκθεση εκεί. Οι δικές μου συχνά πυκνά περνούσαν το κατώφλι των σελίδων και ένιωθα θυμάμαι πολύ περήφανη. Μια πρώτη εξοικείωση με το πεδίο των λέξεων που ξεδιπλώνουν κόσμους.
- Τι διάβαζες ως παιδί και ως έφηβη;
Τα παραμύθια του Άντερσεν, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα», τον Ντίκενς, τον Έκτορα Μαλό, που λίγο με ψυχοπλάκωνε. Ακολούθησαν ο Λουντέμης, ο Καζαντζάκης, ο Μπαλζάκ. Στο σχολείο είχα μαγευτεί από τον Όμηρο. Τον ρυθμό και τη γλώσσα του. Μετά βέβαια η συγκίνηση κυκλοφορούσε ανάμεσα στον Ελύτη και στον Σεφέρη, στον Καβάφη, στον Εγγονόπουλο, στον Σαχτούρη, στον Λειβαδίτη. Πολύ αργότερα γνώρισα τους Θεσσαλονικείς Θέμελη, Καρέλλη, Βαρβιτσιώτη, Αγαθοπούλου, Κύρου. Ακολούθησε η επαφή μου με την ποίηση του Έλιοτ, του Πόε, του Τσελάν, της Ντίκινσον, της Σέξτον, της Πλαθ, της Μονσούρ, της Αχμάτοβα και βέβαια του Καρούζου. Όλοι αυτοί και άλλοι τόσοι έδωσαν νέες οπτικές στα απαράλλαχτα ωστόσο αδιέξοδά μας.
- Τα περισσότερά σου ποιήματα απεικονίζουν τα προσωπικά σου βιώματα, γεννιούνται μέσω της κοινωνικής παρατήρησης ή βασίζονται κυρίως στην έμπνευση;
Η ποίηση για πολλούς είναι αμάλγαμα βιωμάτων και παρατήρησης. Για μένα είναι γλώσσα. Είναι μνήμη, ενόραση και αιφνιδιασμός. Δεν πιστεύω στην άμεση καταγραφή του ατομικού αλλά στη μετουσίωσή του σε κάτι που υπερβαίνει την απλή καταγραφή. Οπωσδήποτε το βίωμα και η πραγματικότητα με τα ερεθίσματά της, τις διαψεύσεις και τη φθορά είναι παρόντα αλλά όχι σε γκρο πλαν. Το επεσήμανε άλλωστε με τόση ακρίβεια ο Ελύτης στα «Μικρά έψιλον» στο Εν λευκώ: «Να υποβιβάζεις ένα ποίημα στο ουσιαστικό του νόημα, δεν έχει κανένα νόημα. Μια φωτογραφική μηχανή κρυμμένη μέσα στην κακή ποίηση μας καταδικάζει να ξαναβλέπουμε αυτά που πολλές φορές είδαμε –και να μη βλέπουμε αυτά που δεν είδαμε ποτέ. Σίγουρα η παρατηρητικότητα είναι μεγάλο ελάττωμα για τον ποιητή. που καταντά, στο τέλος, τα σύννεφα να τα παίρνει για σύννεφα...»
-Υπάρχουν θέματα που δε θ’ άγγιζες ποτέ με την ποίησή σου, γιατί δεν αντέχεις να τ’ ακουμπήσεις;
Όχι. Αν κάτι διεγείρει μέσα μου την ανάγκη για μιαν αλήθεια, ξεκινώ να το ανακρίνω με τον στίχο και τις λέξεις. Δεν υπάρχουν απαγορεύσεις στη θεματολογία. Άλλωστε γράφοντας ποτέ δεν γνωρίζεις εκ των προτέρων τι θα πεις. Δεν γράφεις με χάρτη και οδηγό πόλης. Πηγαίνεις τυφλά και ενδέχεται να βρεθείς μπροστά σε γκρεμούς και στοές που πρέπει να διέλθεις με γενναιότητα. Να είσαι σε θέση να ηττηθείς κατά κράτος από τον Λόγο, να συντριβείς, ώστε να ελευθερωθείς.
-Έχουν μελοποιηθεί ποτέ ποιήματά σoυ; Σ’ ενδιαφέρει να μελοποιείται ο ποιητικός σου λόγος;
Έχουν μελοποιηθεί από τον Θόδωρο Ζουμπούλη και πραγματικά το αποτέλεσμα είναι πολύ ξεχωριστό. Με σεβασμό στον στίχο και στις λεπτές ποιότητες του εσωτερικού ρυθμού. Όταν συμβαίνει με προσοχή και γνώση είναι κάτι καλό. Δεν είναι στόχος.
-Το κοινό της ποίησης στις μέρες μας πιστεύεις πως όσο πάει και διευρύνεται ή συρρικνώνεται;
Πιστεύω πως σημειώνεται μια γενικότερη στροφή στην ποίηση τόσο από τους εκδότες όσο ακόμα περισσότερο από το αναγνωστικό κοινό. Θα ’λεγα πως βοήθησαν σ’ αυτό πολλοί παράγοντες, από το διαδίκτυο και την τηλεόραση μέχρι την ίδια την αντιποιητική εποχή που ζούμε και η οποία άθελά της μας σπρώχνει σε διάφορες αμυντικές πρακτικές. Απέναντι λοιπόν σε μια κοινωνία υπολογιστική και αθροιστική έρχεται η ανταρσία της ποίησης να λειτουργήσει αφαιρετικά και ως εκ τούτου μαγικά.
- Πάμε τώρα στην ιδιότητά σου ως δασκάλας δημιουργικής γραφής. Πώς ξεκίνησες, πώς συνεχίζονται αυτοί οι κύκλοι, πώς μπορεί κανείς να παρακολουθήσει τα μαθήματά σου;
Μικρές διαδοχικές συγκυρίες με έφεραν αντιμέτωπη με το αίτημα να μοιραστώ την εμπειρία αλλά κυρίως την αγάπη μου για την ποίηση και τη λογοτεχνία με άλλα άτομα. Έτσι λοιπόν εδώ και 5 χρόνια συνεχίζονται τόσο στη Θεσσαλονίκη όσο και στην Κύπρο τα μαθήματα του Εργαστηρίου Δημιουργικής Γραφής και Ανάγνωσης. Αποτέλεσμα των εργαστηρίων αυτών ήταν η έκδοση ποιητικών συλλογών και ενός συλλογικού τόμου. Μάλιστα, με τις νέες συνθήκες της πανδημίας δεν διακόπηκαν τα μαθήματα αλλά συνεχίστηκαν on line. Στην Κύπρο υπάρχουν ήδη τρία τμήματα, δύο στη Λεμεσό στο πολιτιστικό κέντρο gARTen ArtSpace και ένα στη Λάρνακα στον πολιτιστικό χώρο «Το Σπίτι της Κοντέας». Στη Θεσσαλονίκη τα εργαστήρια γίνονται στον δικό μου χώρο. Στα on line μάλιστα μαθήματα δόθηκε η ευκαιρία και σε άτομα από διαφορετικές πόλεις να συμμετέχουν διαδικτυακά. Στην ερώτησή σας πώς μπορεί να παρακολουθήσει κάποιος τα μαθήματα θα σας απαντήσω επικοινωνώντας μαζί μου στο Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε. ή στο facebook (Ευτυχία Αλεξάνδρα Λουκίδου) στο inbox, ώστε να συνομιλήσουμε για διευκρινίσεις.
-Τι δίνουν τα μαθήματα αυτά σε σένα και τι πιστεύεις πως προσφέρουν στους μαθητές σου;
Μου προσφέρουν τη χαρά να μεταδίδω ό,τι θεωρώ ως ουσία στη γραφή και η οποία συνίσταται στη γοητευτική διαδικασία μεταμόρφωσης όλων μας και κατά συνέπεια του κόσμου. Η γλώσσα και η μεταφορά ̶ με τη βαθύτερή της έννοια ̶ έχουν δυνατότητες συμπλήρωσης και διόρθωσης των ατελειών του κόσμου. Κατά τη δημιουργική γραφή μαθαίνουμε να συνδυάζουμε το γνωστικό μας υλικό με τη φαντασία, αξιοποιώντας τις πολλαπλές δυνατότητες της γλώσσας με την πολύτιμη συμβολή της ακρίβειας που αποστρέφεται τη φλυαρία, αφού τα πάντα στη λογοτεχνία τελικά είναι ζήτημα δοσολογίας και ισορροπιών. Στην ποίηση αυτό που πρωτίστως προέχει να διδαχτούμε δεν είναι σε καμία περίπτωση μόνο το γράψιμο αλλά σε ένα μεγάλο βαθμό το σβήσιμο, προσπαθώντας να αναδείξουμε το μέγιστο προτέρημά της, την αφαίρεση. Η ανατροπή και το απροσδόκητο, η εξοικείωση με μιαν άλλη κανονικότητα μάλιστα είναι αυτή που εγκαινιάζει τη νέα όραση των πραγμάτων και αναδεικνύει την κρυμμένη εσωτερική φωνή του καθενός ξεχωριστά.Κατά τη δημιουργική ανάγνωση γνωρίζουμε ποιητές, ποιήτριες και συγγραφείς διαφορετικού ύφους και τεχνοτροπίας, γενιών και ρευμάτων, ώστε να διευρυνθεί το πεδίο των ερεθισμάτων μέσα από την αναγνώριση ποικίλων λογοτεχνικών περιπτώσεων. Η επαφή τόσο με τη νεοελληνική ποίηση και πεζογραφία όσο και με τη μεταφρασμένη δίνει τη δυνατότητα για μια κειμενική αλλά και διακειμενική σχέση, ώστε να επισημανθούν οι διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους άλλοι ποιητές και συγγραφείς πειραματίστηκαν καθώς και να εντοπιστεί εκείνη η γραφή που μας γοητεύει περισσότερο.
- Από την εμπειρία σου, τι θεωρείς πως συντελεί πιο πολύ στη βελτίωση των εκφραστικών μέσων ενός λογοτέχνη, το ταλέντο ή η σκληρή δουλειά;
Όπως η σκληρή δουλειά δεν αντικαθιστά το ταλέντο έτσι και το ταλέντο ουδέποτε αρκεί, ώστε να παρακάμψει τη σκληρή δουλειά. Θα έλεγα πως μάλλον πρόκειται για έναν γόνιμο συνδυασμό, αυτόν ακριβώς που έκανε τον Σατωμπριάν να ισχυρίζεται κατηγορηματικά πως «το ταλέντο είναι μακρά υπομονή». Επίσης, ο Τόμας Μαν στον «Δόκτωρ Φάουστους», αναφερόμενος στην αρχική ιδέα ή αλλιώς στην έμπνευση, έγραφε πως η ιδέα είναι μια υπόθεση δυο τριών μουσικών μέτρων. Τίποτα παραπάνω. Όλα τα άλλα είναι επεξεργασία».
-Εκτός από τα μαθήματα υπάρχει κάτι που θα συμβούλευες κάποιον που ασχολείται με το γράψιμο γι’ αυτό το όμορφο και δύσκολο μονοπάτι της δημιουργίας;
Διάβασμα και αυστηρότητα, ώστε να παραμείνει το καίριο και ουσιαστικό στη γραφή και όχι μια φλύαρη συναισθηματολογία που αναπαράγει κοινοτοπίες. Σεβασμός στη γλώσσα και πίστη στη δυνατότητά της να προσδιορίσει το πλαίσιο του κόσμου που θέλουμε να ζήσουμε.
Ευτυχία μου,σ’ευχαριστώ πολύ για όσα σημαντικά μοιράστηκες μαζί μας!
Συνέντευξη: Αγγελική Καραπάνου