16 Ιουνίου. Μέρα που γιορτάζει η Τυχερή κι ο Τύχων, μας ενημερώνει το ημερολόγιο. Εμείς θα γνωρίσουμε το διήγημα "Αν έχεις τύχη διάβαινε…" του Γιώργου Ν. Μουσταΐρα.
Αν έχεις τύχη διάβαινε…- ΓΙΩΡΓΟΣ Ν.ΜΟΥΣΤΑΪΡΑΣ
Ο Αποστόλης, επιβεβαιωμένο, είχε από γεννησιμιού του κομμένες διπλωματικές σχέσεις με την τύχη. Κάνοντας, τώρα στα τριανταπέντε του, την αναδρομή από τότε που θυμόταν τον εαυτό του, τού έπεσε μόνο ένας λήγοντας στο Λαϊκό λαχείο, τότε που πήγαινε στο Γυμνάσιο. Ένας λήγοντας που δεν τον χάρηκε. Τού τον έκανε κομματάκια από τη ζήλεια ο Χαραλάμπης τού κυρ Γιώργη του χασάπη, ο νταής της τάξης. Μεγάλη στεναχώρια. Χώρια ο πόνος και η ντροπή από τις σφαλιάρες που τού έριξε μπροστά σε όλη την τάξη, σαν τόλμησε να διαμαρτυρηθεί… Έχασε και το ενδιαφέρον της γι’ αυτόν η Λία, ο έρωτάς του, βλέποντάς τον να τις αρπάζει. Και το χειρότερο, όταν γύρισε στο σπίτι δαρμένος και είπε στον πατέρα του να μην ξαναψωνίσει κρέας από τον κυρ Γιώργη, πήρε την απάντηση πως «έχει το καλύτερο κρέας και δεν τον αλλάζει!». Από τότε έπαψε να τρώει κρέας, δηλώνοντας βετζετέριαν. Με συνέπεια να τού πέσει και ο αιματοκρίτης. Αυτό το διαπίστωσε πολύ αργότερα, στα τριάντα του, όταν έκανε τις πρώτες του εξετάσεις, γιατί είχε πονάκια στο συκώτι. Τού βρήκανε και αυξημένες τρανσαμινάσες, καθότι έπινε κάτι τσίπουρα παραπάνω. Και με τι μεζέ; Κρεμμυδάκι φρέσκο και πατάτα βραστή! Όχι, βέβαια, ότι έφταιγαν τα συνοδευτικά…
Στην πλατεία του χωριού τώρα ο Αποστόλης, κάτω από την σκιά τού πλάτανου, έπινε τον καφέ του, φρέντο εσπρέσο, περιμένοντας δυο φιλαράκια για παρέα. Καθώς τούς είδε να πλησιάζουν σηκώθηκε να τους υποδεχτεί. Είχαν να βρεθούν καιρό, από όταν έφυγε για την Αθήνα, να βρει την τύχη του…
«Καλώς τα παιδιά τα δικά μας! Σάς πεθύμησα».
Ο Θύμιος κι ο Γιώργης, τα γειτονάκια του, αντιχαιρέτησαν με θέρμη και στρώθηκαν γύρω από το τραπέζι.
«Βρε, ο Αθηναίος! Πώς απ’ το χωριό μας; Δεν βρήκες την τύχη σου στο μεγάλο χωριό, όπως περίμενες ή πήρες ρεπό για να μας πεις τα κατορθώματά σου εκεί πέρα;» τον πείραξε ο Γιώργης.
«Και καλά, τόσο δύσκολο ήταν να πάρεις ένα τηλέφωνο τρεις μήνες που λείπεις; Τι το έχουμε το κινητό; Σε παίρναμε και ακούγαμε συνεχώς “Η κλήση σας προωθείται”» συμπλήρωσε ο Θύμιος. «Τι στα κομμάτια, συνέχεια κλειστό το είχες;».
«Τρεις μήνες λες εσύ, μια ολόκληρη ζωή ήταν αδερφέ, που για την ακρίβεια ξεκίνησε στραβά με το που έφτασα στα ΚΤΕΛ, στον Κηφισό. Καθώς κατέβηκα από το λεωφορείο, κάπως παραπάτησα, μου έπεσε το κινητό κάτω και αυτός που κατέβαινε πίσω μου το πάτησε και το έσπασε! Το είδα σαν σημάδι και είπα πως θα πάρω καινούργιο όταν θα στεριώσω για τα καλά στην πρώτη δουλειά…».
«Και σου πήρε τρεις μήνες να στεριώσεις;» τον αποπήρε ο Θύμιος.
«Το ωραίο είναι πως δουλειά, δουλειές για την ακρίβεια, βρήκα. Το στέριωμα ήταν το πρόβλημα. Όπως σας είχα πει φεύγοντας, με περίμενε ο ξάδερφός μου ο Μήτσος, του μπάρμπα Αντρέα, που με σύστησε για γκαρσόνι στο νυχτερινό κέντρο που δουλεύει κι αυτός. Με πήγε και σε ένα μαγαζί με φτηνά ρούχα, outlet που τα λένε, πήρα μαύρο κοστούμι, δυο λευκά πουκάμισα και δυο γραβάτες, μια κόκκινη και μια μαύρη. Σένιος ο δικός σου και το βράδυ έπιασα δουλειά στο μαγαζί.
Καλά πήγαινε το πράγμα, μεράκλωσα κι από τα τραγούδια, κοπάνησα στη ζούλα και τρία – τέσσερα ποτήρια ουΐσκι μπόμπα κι εκεί ήταν που στράβωσε η δουλειά. Καθώς πέρασε από μπροστά μου η τραγουδιάρα του μαγαζιού, με ένα μίνι μέχρι τον αφαλό, μού ξέφυγε και της είπα: “Μαντάμ, πώς βγαίνεις έτσι στην πίστα; Ξέχασες να βάλεις φουστάνι!”.
Έλα που η κυρία παρεξήγησε την καλή μου πρόθεση και φώναξε τον αρχιμπράβο του μαγαζιού… Πόσες έφαγα κι από πόσους ούτε που θυμάμαι. Με μάζεψε από το πεζοδρόμιο ο ξάδερφος, αφού, όμως, σχόλασε το μαγαζί, για να μην τον απολύσουν κι αυτόν. Πέντε μέρες τέζα στο κρεβάτι και από μια κομπρέσα στο κάθε μάτι για να μου φύγουν τα μελανιάσματα.
Μετά από δύο εβδομάδες περπατούσα σταθερά και η μούρη μου είχε ξεπρηστεί. Να ‘ναι καλά το ξαδερφάκι μου, μού βρήκε, για προσωρινά, δουλειά σε ένα γραφείο τελετών της γειτονιάς. Δουλειά... Τέλος πάντων. Μού βγήκε η πίστη να σκάβω, να ανοίγω τάφους με τον κασμά. Φαίνεται, όμως, πως εκτιμήθηκε η δουλειά μου και κάποια στιγμή με αναβάθμισαν. Φόρεσα το μαύρο κοστούμι, με την μαύρη γραβάτα και κουβαλούσα τα φέρετρα στον τάφο. Στην πορεία με έβαλαν να σερβίρω και το κονιάκ με τους καφέδες στους τεθλιμμένους. Και εκεί έγινε η ζημιά, γιατί καθώς με φώναξαν να ξαναγεμίσω τα ποτήρια μιας παρέας με κονιάκ μπερδεύτηκα και ευχήθηκα “Και στα δικά σας!”. Άντε, άλλες δεκαπέντε μέρες για να συνέλθω από το στειλιάρι!
Χαρά στο κουράγιο τού ξάδερφου, έβαλε μπροστά τις γνωριμίες του και μού βρήκε δουλειά σε ένα κέτερινγκ. Ξανά εγώ με την κουστουμιά, που απ’ τα καθαριστήρια είχε αρχίσει να ξεθωριάζει, κίνησα αποφασισμένος να στεριώσω επιτέλους. Εδώ φόρεσα την κόκκινη γραβάτα. Σε κάτι εγκαίνια μαγαζιών τα πήγα καλά, τούς έκανα, και μου είπαν πως με ήθελαν να σερβίρω σε ένα γάμο. Ο γάμος χλιδάτος και η δεξίωση ακόμη πιο χλιδάτη, να σερβίρω πολιτικούς και εφοπλιστές. Πολλή η κούραση και καθώς είχαν περάσει τα μεσάνυχτα έσκασε μύτη μια παρέα που έκανε προπόσεις ο ένας στον άλλον. Μου ζήτησαν να πιώ κι εγώ παρέα τους και θέλετε η κούραση, θέλετε το ποτό, θέλετε η συνήθεια από την προηγούμενη δουλειά, όταν ήρθε η σειρά μου για πρόποση, τους ευχήθηκα “Ζωή σε σάς και καλά σαράντα!”».
«Και;» ρώτησε με αγωνία ο Γιώργης.
«Τα γνωστά. Ξύλο, ξωπέταγμα, δεκαπέντε μέρες στο κρεβάτι και όταν σηκώθηκα φίλησα σταυρωτά το Μήτσο, τον ευχαρίστησα για όσα έκανε για μένα και του εξήγησα πως η περίπτωσή μου δεν έχει γιατρειά και γυρίζω πίσω στο χωριό. Με τις βαλίτσες στο χέρι σταμάτησα μόνο για να αγοράσω κινητό. Πήρα το λεωφορείο της επιστροφής και στον δρόμο σάς τηλεφώνησα».
«Τι τράβηξες βρε φουκαρά;» σχολίασε προβληματισμένος ο Θύμιος. «Άντε, τώρα που γύρισες, και καλά έκανες, να παραγγείλουμε τρία τσίπουρα για το καλό, να πάνε κάτω τα φαρμάκια».
«Και προσέχτε, με κανονικό μεζέ τώρα, κεφτεδάκια, πανσέτα και ό,τι άλλο κρεατικό τούς βρίσκεται, μπας και αλλάξει το γούρι!» πρόσθεσε ο Αποστόλης και έφτυσε στον κόρφο του…
Γιώργος Ν. Μουσταΐρας