Όλη του η ζωή το ποδήλατό του. Κι εκείνο δεν του είχε κάνει τη ζωή ποδήλατο, του την είχε κάνει όμορφη. Συνοδοιπόροι παντού στον διάβα του βίου...
Ο ποδηλάτης -ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΝΑΣΙΟΠΟΥΛΟΣ
Μ’ ένα ποδήλατο στον ώμο, την αδημονία, τις ορθοπεταλιές, ανέβαινε και κατέβαινε τις ανηφόρες, έπαιρνε τις ευθείες, ίσιωνε τις στροφές, εκμηδένιζε τις αποστάσεις. Ήταν το μόνο του απόκτημα, το μοναδικό του μέσο μετακίνησης και δεν τον ένοιαζε διόλου, το αγαπούσε το ποδήλατό του, δεν θα το άλλαζε με τίποτα, ακόμη και με τ’ ακριβότερο αμάξι. Πάντα μ’ ένα ποδήλατο γέμιζε η καθημερινότητά του, το πρωί στην δουλειά, το απόγευμα στις βόλτες, στα χόμπι, στις εξόδους, τα Σαββατοκύριακα στις εκδρομές. Κι συμμαχούσε με τον άνεμο, και μάλωνε με τα σύννεφα, όταν του κρύβαν τον ήλιο. Ούτε οι δριμείς χειμώνες, ούτε καυτά καλοκαίρια τον επηρέαζαν, έκανε πετάλι απ’ την γη, στον ουρανό κι πάλι πίσω. Τα εμπόδια ήταν για κείνον λόγος να μαθαίνει, να τα προσπερνά στωικά και συνετά, κι όχι να του κλείνουν τον δρόμο. Κι όταν έπεφτε, χαμογελούσε, σηκωνόταν με περισσή τόλμη και ξεκινούσε απ’ αρχής. Έτσι δεν είναι τάχα κι η ζωή, πέφτω, σηκώνομαι, έλεγε. Μέχρι που ένα πρωί δεν το βρήκε στην θέση του, το κλέψαν ίσως, δεν έχυσε ούτε ένα δάκρυ, θα γυρίσει, είπε, όπως γυρνάει πίσω ό, τι αγαπήθηκε αληθινά. Και δεν είχε άδικο, το ξαναβρήκε, την άλλη μέρα, παρατημένο σ’ ένα δρόμο, με ξεφούσκωτα λάστιχα, το πήρε, το φρόντισε και δεν το ξανάχασε ποτέ έκτοτε. Κι όπου έφτασε στα χρόνια, ορθοπεταλιές, ήταν σύμφωνα με την δύναμή του. Με τα πτερά της ψυχής του. Διάβασε η Ελένη, κι έκλεισε το βιβλίο: «Ο ποδηλάτης». Κοίταξε ύστερα το καταπράσινο πάρκο, πιο κει γελούσαν κι έπαιζαν παιδιά, σηκώθηκε απ’ την σκιά του δέντρου, ανέβηκε στο ποδήλατό της και ξεκίνησε μ’ όρθιο το πετάλι, κατά μέτωπο στην ζωή, σεργιάνι στις γειτονιές των ανθρώπων.