Τρία θεατρικά κείμενα της Χρύσας Θυμιοπούλου

Τρία θεατρικά κείμενα της Χρύσας Θυμιοπούλου

Σήμερα στη στήλη Πεζολογώντας θα σας παρουσιάσω έργα της λογοτέχνιδας, ηθοποιού και στιχουργού Χρύσας Θυμιοπούλου. Η φιλοξενούμενή μου σπούδασε Νοσηλευτική. Την κέρδισε όμως το θέατρο, όπου για σειρά ετών πρωταγωνίστησε σε αξιόλογες παραστάσεις κυρίως του ΔΗΠΕΘΕ Ρούμελης. Την τελευταία τριετία εξέδωσε δυο βιβλία ποίησης, συμμετείχε με πεζά κείμενα σε δυο συλλογικές εκδόσεις, ενώ είναι υπό έκδοση δυο νουβέλες της. Γράφει στίχους κι είναι στο στάδιο της παραγωγής τα πρώτα της τραγούδια. Ασχολείται με τον ποιητικό, τον πεζό και τον θεατρικό λόγο. Σήμερα θα δούμε τρία θεατρικά της κείμενα! Η γραφή της διακρίνεται για τον λυρισμό, την ελευθερία έκφρασης, τη γνήσια συγκίνηση!

Φωνή στην σιωπή.

Σταμάτα... σταμάτα... σε εκλιπαρώ, δεν αντέχω άλλο φωνές των ενοχών, άηχες κραυγές.
Τι με κοιτάς... πες μου, γιατί με κοιτάς;
Με περνάς για τρελή ε;
Ίσως και να 'χεις δίκιο.
Κάθομαι μερόνυχτα και κλαίω, σαν χθες μου φαίνεται πως νιώθω για τελευταία φορά την απαλή ανάσα του.
Αχ! καρδιά μου πονάω.
Φέρτε πίσω το μωρό μου, παιδί μου. Άνοιξα τον λάκκο της ψυχής μου για να θάψω μέσα του τον πόνο και τα αστείρευτα δάκρυα που τρέχουν βροχή κάθε λεπτό της ημέρας.
Μου 'παν ψέματα, ψέματα.
Σταμάτα να με κοιτάς φύγε, τσακίσου και φύγε, κουρελιασμένη ψυχή είμαι τι ζητάς λοιπόν από μια ζωντανή νεκρή.
Μη φύγεις κάτσε λίγο ακόμα, φοβάμαι μόνη.
Ίσως σε λίγο το δεις και εσύ το μωρό μου, έρχεται στις ερινύες του μυαλού μου και κάθε τόσο κλαίει κοιτώντας με στα μάτια και μέσα στα αίματα...γιατί τόσα αίματα;;
Μου λέει γιατί μαμά με σκότωσες;
Μου κόβεται η ανάσα, χάνω τα λογικά μου και απαντώ με βουβά δάκρυα όχι παιδί μου η μανούλα σ' αγαπάει...
Γιατί με κοιτάς και δεν μιλάς, πες μου γιατί; Τι.. Όχι... όχι.. Δεν το σκότωσα εγώ...
Το γλυκονανούριζα, είχε δροσούλα βγήκαμε να δούμε τα φώτα της πόλης από τη βεράντα, όταν μπερδικλώθηκα στο χαλάκι, ξύπνησα με δυνατό πονοκέφαλο και το αγγελούδι μου δεν ήταν στην αγκαλιά μου, μια ξαφνική κραυγή με έκανε να κοιτάξω κάτω... Θεέ μου... Το μόνο που θυμάμαι είναι όταν συνήλθα μέσα στο ασθενοφόρο, έχοντας πάνω από το κεφάλι μου, γιατρούς και αστυνομικούς με τρελές ερωτήσεις, πώς έγινε, γιατί το ρίξατε; Ο κόσμος έξω στον δρόμο φώναζε, ισόβια της χρειάζεται, άλλοι με λύσσα κραύγαζαν σκοτώστε την.
Τι με κοιτάς, δεν με πιστεύεις; Μπερδικλώθηκα και έπεσε το μωρό μου από την βεράντα. Τι να μου κάνουν δυο γκριζόμαυροι τοίχοι και δέκα σκουριασμένα κάγκελα.
Δεν μπορώ να ανασάνω...
Πνίγομαι... Εσείς εδώ δεν έχετε βεράντα;
Μίλα μου δεν έχετε βεράντα; Νομίζεις ότι είμαι τρελή ε;
Δεν είμαι τ' ακούς... δεν είμαι...
Να κοίτα, εσύ είσαι μια γυναίκα που φοράς μπλε στολή, που να
πάρει πως σας λένε εσάς...
Εγώ είμαι η... είμαι η...
Πώς με λένε;

Υπό έκδοση βιβλίο: Το ουρλιαχτό του χρόνου και στο ποιητικό συλλεκτικό έργο του Artbur Rimbaud Εκδόσεις Όστρια

Η υπνοφαντασιά της Ηλέκτρας

Ω υπέρλαμπρο φως του ουρανού ω άνοιξη της ευδαιμονίας που ολόγυρα ανθοφορείς την γη, ακούστε τώρα τις χαρές μου, δεν θα ξαναδείτε να πικροθρηνωδούν τα στήθη μου και να ματώνουν όταν παίρνει η ανατολή να χαράζει...
Τώρα οι ολονυχτίες μου θα είναι όλο ερέβη και χαρές σε εκείνονε δοσμένες μέσα από τα βάθη της καρδιάς μου γλυκοτραγουδισμένες.
Ω πύλες του Άδη και της Περσεφόνης, Ω εσύ Δέσποινα Αρά, ω Ερμή του κάτου κόσμου, και εσείς των θεών σεβαστές ερινύες που την μαρτυρία και την αλήθεια βλέπετε των αδικοχαμένων...
Ελάτε και μαζί μου γιορτάστε την επιστροφή από τον δρόμο της χαμένης Ιθάκης του πολυλατρεμένου μου Ορέστη.
Που σαν μια ολόλευκη αηδόνα βρίσκει ξανά στη φωλιά τα λαβωμένα παιδιά της, οι κραυγές της χαράς μου θα ηχούν μπροστά στις πόρτες
του αγαπημένου μου πατέρα κι ως φόρο τιμής στη μνήμη του δάδες και θυμίαμα θα ανάψω για να δει από του Άδη την αυλή πως ο γιος του ο Ορέστης αγκάλιασε ξανά την χιλιοπονεμένη κόρη του Ηλέκτρα και πως ο χρόνος για τους δολοφόνους του έπαψε να χτυπά λίγο πριν το φέγγος της νύχτας δώσει τη σκυτάλη του στην ημέρα κι η τιμωρία τους στέφθηκε με ανεκλάλητη επιτυχία, με το αίμα να ξεπλένει πατέρα μου την δική σου απουσία...
Ω Δία με την άυλη μορφή σου και με το έλεος της Αθηνάς φεγγοβόλησες το σπιτικό μας και στις πύλες του Άδη έθαψες το μίσος των εχθρών μας...
Προσκυνώ τα κάλλη σου Δία, προσκυνώ τα κάλλη σου Δία και με ατελεύτητη ευδαιμονία στην ψυχή ευχαριστώ τους ολόλευκους θεούς, που το ερμαφρόδιτο ταίρι σαρκός της Κλυταιμνήστρας ο Αίγισθος, ικέτεψε τ' αδέρφι μου για να μην τον σκοτώσει, λίγο πριν η μάχαιρα του Ορέστη του κόψει το κεφάλι...
Ελάτε και σεις κοπέλες χορέψετε με δάδες αναμμένες που σώθηκε ο γάμος της γενιάς μας, λευθερωθήκαμε απ' τους φιλόδοξους δολοφόνους της πατρικής κληρονομιάς μας...

Η τελευταία πράξη

Είναι σκοτάδι και το σούρουπο γλυκοαγκαλιάζει θύμησες και ενοχές, η Μπερνάρντα βρίσκεται λίγα μέτρα από την πίσω πλευρά του σπιτιού της, πάνω από το μνήμα της κόρης της, καλπάζοντας πότε στον ωκεανό της σιωπής και πότε στα παγερά της μοιρολόγια.

-Μπερνάρντα: Κόρη μου, όλοι μου λένε πως είμαι σκληρή, μα τον καημό που 'χω μέσα στην καρδιά ούτε σκυλί δεν τον πλησιάζει για να μου δώσει ένα κομμάτι παρηγοριά. 
Κρεμάστηκε το πένθος μας από την απουσία της ομορφιάς σου κι από το σούσουρο της νιότης σου...
Ποιο μοιρολόι να σου πω και ποιο μαντάτο, οι αδερφάδες σου εχάθηκαν στης ερημιάς το δάσος... 
Κι όμως δεν είχα άλλη επιλογή έπρεπε να τον σκοτώσω, να μείνει της οικογένειάς μας η ηθική πάνλευκη σαν το χιόνι.
(Ένας θόρυβος τρόμαξε για μία στιγμή την Μπερνάρντα καθώς κάτι σαν βήματα ακούστηκαν από την άλλη άκρη του μονοπατιού).
-Μπερνάρντα: Ποιος είναι;
(Αμείλικτη και αγέρωχη σηκώνεται όρθια πάνω από το μνήμα της κόρης της και χτυπάει τρεις φορές την μαγκούρα κραυγάζοντας).
-Μπερνάρντα: Αν είσαι φίλος κόπιασε λουλούδι στην νεκρή ν' αφήσεις, μα αν είσαι εχθρός σκέψου το βήμα σου εμπρός μου μην ξεμυτίσεις.(και έβγαλε ένα πιστόλι μέσα από την κάπα της σημαδεύοντας το άγνωστο).
Το σούρουπο έδινε την σκυτάλη του στο σκοτάδι και το φεγγάρι είχε νύχτες να φανεί από τότε που η όμορφη Αδέλλα τριγυρνούσε αμέριμνη στον έρωτα του Πέπε...
Και ξαφνικά η Μαρία Χοσέφα φορώντας ένα κόκκινο δαντελένιο φόρεμα με ξέπλεκα τα μαλλιά της, ξεπήδησε μέσα από τον θάμνο και άρχισε να τρέχει γύρω, γύρω από την Μπερνάντα λέγοντάς της...
-Μαρία Χοσέφα: Ο δολοφόνος ζυγώνει πάντα γύρω από το θύμα του και του δικαιολογείται αντί να το ζητάει συγνώμη, μα θα 'ρθει και η δική σου η σειρά και κείνος στον έρωτά του θα σε σκλαβώσει...
-Μπερνάντα: Τι δουλειά έχεις εδώ μητέρα, πώς βγήκες από το δωμάτιό σου και σε παρακαλώ σώπαινε τι είναι αυτά που λες;
-Μαρία Χοσέφα:(κοιτάζοντας μια τον ουρανό και μια την γη μοιρολογούσε)
 Πού 'σαι αγγελούδι μου, πού είσαι παιδί μου, το χώμα σε εσκέπασε και χάθηκε η πνοή μου.
(Απευθυνόμενη προς την Μπερνάντα)
Δεν της έκανες καλό μνήμα, δεν είναι της τάξεώς μας αυτός ο τάφος, έτσι θα έλεγες υπό άλλες συνθήκες, είναι ή δεν είναι έτσι;
-Μπερνάντα: Μητέρα σε παρακαλώ δεν ξέρεις τι λες, αυτός δεν είναι τάφος δικός μας, πιο πέρα είναι του γαμπρού σου το μνήμα, εδώ στάθηκα τυχαία καθώς γύριζα για το σπίτι πριν πεταχτείς σαν άγριο ζώο μέσα στην νύχτα.
Η Μαρία Χοσέφα έπεσε στα γόνατα και άρχισε να σκάβει μανιωδώς με τα νύχια της το χώμα της γης μονολογώντας την πικρή αλήθεια κάνοντας την κόρη της να κλείνει τα αυτιά της για να μην ξεριζωθεί η άσπλαχνη καρδιά της.
-Μπερνάντα: Πάψε, πάψε δεν αντέχω άλλο μη με αναγκάσεις...
-Μαρία Χοσέφα: Τι θα σκοτώσεις και μένα; (ειρωνικό γέλιο), τι ρωτάω είσαι ικανή για όλα, ανάθεμα την ώρα που βγήκες απ' τα σπλάχνα μου. Εσύ τον αγαπούσες πιότερο από όλες, σε είχα καταλάβει, εσύ κραύγαζες μέσα από την βοή της σάρκας σου κάθε χαραυγή, σαν τον πεθυμούσες να' ρθει στο κρεβάτι σου. Πύρινη λάβα σου έκαιγε τα σωθικά σαν ήξερες ότι θα παντρευτεί την Αγκούστιας, αλλά το πάθος έδεσε την μητρική σου λογική και όπλισε το χέρι σου να σκοτώσει εκείνον που μαζί του παρέσυρε και τη μονάκριβη την πιο όμορφη από όλες την γλυκιά μου Αδέλλα. Και τώρα γιατί στέκεσαι εδώ για να της κάνεις επικήδειο ή για να της πεις έστω και τώρα πως ο αγαπημένος της ζει, γιατί εσύ αστόχησες, αλλά η καταραμένη η Μαρτίριο της ξεφούρνισε το ψέμα που την έκανε να αισθανθεί την πλάνη του θανάτου του και εκείνη κρεμάστηκε για την αγάπη και τον έρωτά τους...
(Η Μπερνάντα σκύβει και πάει να αγκαλιάσει την Μαρία Χοσέφα που έχει γίνει ένα με τις λάσπες, καθώς η βροχή άρχισε να ρέει στην αλήθεια της ζωής).
-Μπερνάντα: Έλα πάμε να φύγουμε και σου υπόσχομαι ότι θα παντρευτείς μέσα στην αμμουδιά του ονείρου, έτσι όπως μου το είχες ζητήσει, θα σου βρω τον πιο όμορφο τον πιο νέο και θα σε αφήσω ελεύθερη να παντρευτείς ξανά, σε εκλιπαρώ όμως μητέρα πάψε να λες τα λόγια αυτά.
-Μαρία Χοσέφα: Μη μ' αγγίζεις, πρέπει να ανοίξω τον τάφο όσο πιο γρήγορα γίνεται πριν το φως της ημέρας δει την ντροπή μας. Στάσου πιο πέρα και γδύσου, μείνε μόνο με το μεσοφόρι, τι με κοιτάς γδύσου είπα.
(Γυρνώντας το βλέμμα της προς το μνήμα).
Σώπασε γλυκιά μου εγώ είμαι εδώ για σένα, θα 'ρθει η στιγμή που θα ξαναδείς το φως του ήλιου, δεν θα μείνεις για πολύ εκεί μέσα, σώπασε και τα πουλιά θα σου κελαηδήσουν ξανά τον έρωτα της ζωής και σε εκείνον θα σε οδηγήσουν με το στεφάνι της αυγής θα σε ροδοστολίσουν...
Σήμερα θα γίνει η εκταφή της Αδέλλας κι οι καμπάνες θα χτυπήσουν τρεις φορές μαθαίνοντας όλοι στο χωριό πως η κόρη σου δεν έμοιασε σε σένα και παντρεύτηκε τον έρωτα πριν σφαλίσουν τα μάτια της απ' τ' άδικο χέρι σου... Κοίτα ξεπροβάλλει το γαλαζοπράσινο φόρεμα της, τελικά δεν την έντυσες στα λευκά κι όμως εκείνη άνθη θα σου φέρει και μυρωδικά...
-Μπερνάρντα: Μητέρα, ξέρω πως ο χαμός της σου ξερίζωσε τα σωθικά, μα ήταν πάνω από τις δυνάμεις μου, έπρεπε να σώσω την τιμή της οικογενείας, αλήθεια σου λέω όμως ότι δεν ήξερα την κατάληξη και πενθώ μέσα μου για αυτό, μακάρι να μπορούσα να κάνω κάτι για να τα αλλάξω όλα, μα βλέπεις η ζωή έχει άλλο δρόμο που βαδίζει κι άλλη πυξίδα μέσα στη φουρτούνα της, χαράζοντας τις ζωές των ανθρώπων κατά πως εκείνη ξέρει. 
Κάνε στην άκρη να σκεπάσουμε το αγγελούδι μας και πάμε στο γονικό μας να το μοιρολογήσουμε.
(Εκείνη χωρίς να της ρίξει ένα βλέμμα συνέχισε να σκάβει μέχρι που έβγαλε στον αφρό της γης το άψυχο κορμί της αγαπημένης της εγγονής).
-Μαρία Χοσέφα: Σου είπα να βγάλεις τα ρούχα σου και να μείνεις με το μεσοφόρι, επιτέλους κάνε μια φορά έστω και τελευταία αυτό που σου λέει η μητέρα σου.
(Η Μπερνάρντα άρχισε να ξεκουμπώνει την κάπα της κοιτάζοντας σαν κρύος ιδρώτας την νεκρή Αδέλλα, προσπαθώντας μέσα της να μην την αγγίξει ο πόνος του εγκλήματος και το χάδι της ενοχής, ώσπου έμεινε με το μεσοφόρι όπως της είχε πει η μητέρα της γυρνώντας την πλάτη της στην αλήθεια του πένθους).
-Μαρία Χοσέφα: Η ομορφιά των λουλουδιών και τ' άστρο του σκοταδιού γέρνουν στο πλάι σου παιδί μου και καρτερούν με δάδες της ανατολής το χάδι της φωνής σου...
Άνοιξε τα μάτια σου και την εύσπλαχνη αγκαλιά σου, πάρε με στο κύμα της αυγής να 'ρθω και εγώ κοντά σου...
Ξύπνα αγγελούδι μου και κοίτα την σκιά του, ήρθε ο αγαπημένος σου και στέκει εδώ κοντά σου.
Μην νοιάζεσαι για τον χάρο που είναι στο προσκέφαλό σου, εκείνη τώρα θα ντυθεί τη γη και δεν θα 'ναι πια εχθρός σου.
Η Μπερνάρντα γυρνάει απότομα προς το μέρος της μητέρας της και με παγερή φωνή της κράζει πως η Αδέλλα αυτοκτόνησε για έναν κοπρίτη, για έναν μορφονιό που έταζε αγάπες και λουλούδια σε όλες τις γυναίκες του χωριού και μόλυνε με το μίασμά του το σπίτι τους και την οικογένειά τους.
-Μπερνάντα: Αφού τώρα έμαθες την αλήθεια, βάλ' την ξανά μέσα γρήγορα, πάρε και το φτυάρι και σκέπασέ την με το χώμα, να πάει και να μην ξανάρθει, αυτή ήταν η απόφασή μου και αυτή έγινε, τι να σου κάνει μια μάνα με δέκα θηλυκά και μια παλιόγρια σαν και σένα που έχει χάσει τα λογικά της, μάθε λοιπόν πως το αγγελούδι σου ρεζίλεψε την τιμή της οικογενείας μας και κυλιότανε μέσα στον βούρκο του έρωτα.
-Μαρία Χοσέφα: Και εσύ είπες να βάψεις τα χέρια σου με αίμα και να μη μάθει το χωριό την πάσα αλήθεια, παρά μόνο ότι πέθανε παρθένα, κατάλαβα κόρη μου, κατάλαβα πως όταν θίγεται η τιμή θα πρέπει κάποιος να επιλέξει ανάμεσα στο να ζει αιώνια σκλαβωμένος στα όνειρά του ή τον θάνατο, αλλά εσύ είπες να αλλάξεις το σενάριο της ζωής και να δώσεις το δικό σου τέλος, μα ένα πράγμα δεν κατάλαβες πως όταν έσκαβες τον λάκκο της, εγώ άνοιγα τον δικό σου και με μία απότομη κίνηση η Μαρία Χοσέφα έπιασε το φτυάρι και με όση δύναμη είχαν τα γέρικα χέρια της το πέταξε πάνω στην Μπερνάρντα ανοίγοντας μία βαθιά πληγή στο κεφάλι της και όντας αιμορροούσα, εκείνη έχασε τις αισθήσεις της και έπεσε μέσα στον τάφο της κόρης της.
Χωρίς δεύτερη σκέψη η Μαρία Χοσέφα άρχισε γρήγορα να κλείνει τον τάφο αφήνοντας το χώμα να ρέει σαν δικαστήριο πάνω στο άψυχο σώμα της Μπερνάρντα.
(Μέσα σ' ένα παραλήρημα τρέλας και λογικής η Μαρία Χοσέφα άρχισε να μονολογεί κι όλο έθαβε την κόρη της πιο βαθιά).
-Μαρία Χοσέφα: Να πάρει, ο ήλιος αρχίζει και χαράζει την εμφάνισή του, πρέπει να τελειώνω γρήγορα με το μνήμα και να πάρω αγκαλιά την αγαπημένη μου, να την ζεστάνω με τα φιλιά μου και να της χτενίσω σιγά-σιγά τα ολόμαυρα μαλλιά της...

   

Βιογραφικό σημείωμα

Η Χρύσα Θυμιοπούλου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Λαμία το 1981. Σπούδασε ΔΕ νοσηλευτική, αλλά η αγάπη της για τις τέχνες πριν λίγα χρόνια την έφεραν στην πρωτεύουσα. Από το 2003 έως το 2011 πρωταγωνίστησε σε θεατρικές παραστάσεις του ΔΗΠΕΘΕ Ρούμελης, καθώς επίσης κατά την άφιξη της ολυμπιακής φλόγας 2004 υποδύθηκε την Λάμια στο κάστρο της Λαμίας. Έλαβε μέρος σε χορογραφία ως ιέρεια για τα Θερμοπύλεια 2009. Το 2018 άρχισε ξαφνικά μέσα από εικόνες του διαδικτύου και όχι μόνο να εκφράζει γραπτώς τις σκέψεις της και έτσι έφτασε στο σημείο το 2019 να εκδώσει τα δύο πρώτα της βιβλία με τίτλους: Κυοφορία συναισθημάτων και Καλπάζουσας μορφής έρωτας, εκδόσεις Όστρια. Πεζά κείμενά της κοσμούν σε ένα συλλεκτικό έργο: Συνομιλώντας με τον ΑΡΘΟΥΡ ΡΕΜΠΩ, εκδόσεις όστρια, καθώς επίσης και στο συλλεκτικό έργο: Συνομιλώντας με τη Σαμφώ, εκδόσεις Λύχνος. Υπό έκδοση είναι άλλες δύο μικρές νουβέλες της, με τίτλο: Το μενταγιόν της πεταλούδας και Ενθάδε αναπαύεται ο έρωτας. Πριν λίγο καιρό είχε την πνευματική τιμή και χαρά το πεζοποίημά της: Ετούτη η γη μην κλάψει, να φιλοξενηθεί στην εφημερίδα Τα Νέα της Αυστραλίας, καθώς επίσης και να μιλήσει για αυτό στον ραδιοφωνικό σταθμό της Αυστραλίας 3XY radio, για τα 200 χρόνια από την επέτειο του 1821 κατά του τουρκικού ζυγού. Για το ποίημα της Γαία, της απενεμήθη τιμητικός έπαινος, από τον 2ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης Κέφαλος 2020.

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr

Τα Cookies βελτιώνουν την απόδοση της σελίδας μας. Δεν αποθηκεύουμε προσωπικές σας πληροφορίες. Μας επιτρέπετε να τα χρησιμοποιούμε;