Το τζάκι στην ποίηση (Ποιήματα)

Το τζάκι στην ποίηση (Ποιήματα)

Όταν η παγωνιά απλώνει τα φτερά της, όλοι θα θέλαμε  να μας αγκαλιάσει η θαλπωρή ενός τζακιού. Για να δούμε πώς τίμησαν οι ποιητές το τζάκι!

Σβησμένο το τζάκι-ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

—Σβησμένο το τζάκι. Στο σπίτι! Στο σπίτι!
Προσμένει το ταίρι σου, κλαιν τα παιδιά!
—Αφήστε με! Ω δάσος! Τα πεύκα… Μια σκήτη…
Πώς κλαίει το φεγγάρι στα μαύρα κλαδιά,

πώς μέσα μου κάτι με λιώνει, με σώνει!…
—Σε χτύπησε, δόλιε, φωτιά τ’ ουρανού.
Στο σπίτι! Λυπήσου.—Τ’ αηδόνι! τ’ αηδόνι!
—Στο δάσος τ’ αηδόνι σού πήρε το νου.

Πηγή: Οι πεντασύλλαβοι-Τα παθητικά κρυφομιλήματα (1910‒1911)

Στο τζάκι-ΛΥΝΤΙΑ ΣΤΕΦΑΝΟΥ

Το σούρουπο σαν πέφτει αγάλια αρχίζει
με την αργή,γαλήνια της φωνή
το παραμύθι η νένα΄ σιγανή
φωτιά στο τζάκι ανάφτει και φλογίζει
τα πρόσωπα που ο Δράκος φοβερίζει
εκεί,σιμά στης νένας το θρονί,
ως καρτερούνε-αχ,πότε!-να φανεί
ο βασιλιάς που τα θεριά αφανίζει.

Και να, στην ώρα πάνου που προστάζει
ο Δράκος τον ξανθό το βασιλιά
-και μεις κρατάμε ανάσα και μιλιά-
το πρώτο κάστανο στο τζάκι σκάζει.
Με τρόμο το μικρό αδερφάκι πιάνει
της νέας το μαβί απλωτό φουστάνι.

Πηγή: Ανθολογία Περάνθη,1979

Τραγούδι για τους μοναχικούς άντρες-ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ

Στον Κωστή Νικολάκη

Το βράδυ μαζεύεις ξύλα για το τζάκι.

Και το πρωί, α το πρωί,
τι πικρή που είναι η ζωή όλο με τις στάχτες.

Πηγή: Οι πυροτεχνουργοί, Τραμ, 1979

Κοντά στο τζάκι-ΜΑΡΙΑ ΠΙΣΙΩΤΗ

Κοντά στο τζάκι γνέθει τα νιάτα
που αναλώθηκαν σε φυλλωσιές,
σε κελαρύσματα και τιτιβίσματα
ξένοιαστα και απλά.

Νιάτα που συμμαχώντας το κρύο
αντρώθηκαν πάνω σε χιόνι κόκκινο
στηρίζοντας τον ΑΕΡΑ της λευτεριάς.

Νιάτα που αγάπησαν και αγαπήθηκαν
στα χαρακώματα.

Που δημιούργησαν ζωή,
πόνεσαν και χάρηκαν
σε κάθε της ίνα.

Μα τώρα, στο τζάκι κοντά
το νήμα σώνεται…
H φλόγα του μια ανάσα
από τη στάχτη απέχει.

Πηγή: Το υδάτινο πέρασμα του χρόνου, εκδόσεις University Studio Press, 2001

Τέσσερις άνθρωποι γύρω από το τζάκι-ΣΑΚΗΣ ΣΕΡΕΦΑΣ

Τέσσερις άνθρωποι γύρω από το τζάκι
πίνουνε τσίπουρα και λένε ιστορίες.

Μέσα στο τζάκι
λαμπαδιάζουν τα κούτσουρα της οξιάς.

Την περασμένη άνοιξη
δυο άντρες κάθονταν κάτω από αυτήν την οξιά.
Πίνουν τσιγάρα και λένε ιστορίες.
Ύστερα πιάνουν τα τσεκούρια και τη βαρούν.

Εκείνη την ώρα
περνάει παραπέρα ένας
σιωπούν τα κοτσύφια
θλίβεται λίγο η λιακάδα.

Χαιρετά τους ξυλοκόπους γέρνοντας το κεφάλι
και χάνεται
κανείς τους δεν τον είδε ξανά.

Οι ξυλοκόποι τελειώνουν το τσεκούρεμα
και γυρίζουν ο καθένας στο σπίτι του.
Ανοίγουν την τηλεόραση και πίνουν μπίρες
μέχρι να τους πάρει ο ύπνος στον καναπέ.

Δεν είχαν τσεκούρια
ηλεκτρικό πριόνι είχαν.
Το είδε ο περαστικός.

Δεν ήταν περαστικός
φάντασμα ήταν.
Το είδαν οι ξυλοκόποι.

Την Κυριακή στο καφενείο κανείς δεν τους πιστεύει
φαντάσματα και φούμαρα ου ρε, τους φωνάζουν
απ’ τα γύρω τραπέζια.

Όσο για τον περαστικό
γελάνε κι οι πέτρες μαζί του στα δάση
όταν τραγουδά για το κορεάτικο πριόνι.

Πάντως η ξυλεία καλοπουλήθηκε.

Τον επόμενο χειμώνα
τέσσερις άνθρωποι γύρω από το τζάκι
πίνουνε τσίπουρα και λένε ιστορίες.

Μέσα στο τζάκι
λαμπαδιάζουν τα κούτσουρα εκείνης της οξιάς.

Ταξιάρχης Χολομώντα, 15.3.2004

Πηγή: Πρώτα πέθανε η κότα, 2007

Το Τζάκι- ΙΩΑΝΝΑ ΜΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ

Έξω χιονίζει σιωπηλά
σαν κάποιος άγγελος ν’ άπλωσε τ’ άσπρα του φτερά
πάνω στη γη, που γυμνωμένη στεκόταν
από τις μεστές χάρες του καλοκαιριπώρου,
μ’ εξαντλημένα τα δώρα της ζωής
στα όντα, που κρύφτηκαν σε μέρη θαλπωρής
το κρύο για ν’ αντέξουν της απώλειας.
Μα η γη το τελευταίο δώρο της
το ‘χει καλά απ’ το χειμώνα φυλαγμένο,
στο τζάκι τ’ άφησε,
πλάι στις στάχτες τις παλιές,
που ξεχασμένες μείνανε σα θύμηση του κρύου
χωρίς κορδέλα πλουμιστή
ή περιττά στολίδια.

Παράξενο φάνταζε το πέτρινο κουτί
με αυστηρή τη γκρίζα όψη του
που δέσποζε στο χώρο.
Το ίδιο δώρο δίνει πάντοτε η γη.
Ποια η ανάγκη γι’ αλλαγή ανόητη,
όταν της ζωής τα θεμέλια τρέμουν
στο άκουσμα του απόκοσμου χειμώνα;

Μέσα στο πέτρινο κουτί
μια φλόγα έκαιγε γαλαζωπή
σαν ανοιξιάτικος του πρωινού ουρανός,
που κάθε χρονιά με υπομονή περίμενε
τη θέση της να βρει την οικεία
στο σπίτι που η ζωή μας φώλιαζε.

Τα πέτρινα κουτιά στο τζάκι πάνω πλήθυναν
σα σιωπηλός στρατός αγγέλων γκριζωπών
που απ’ τους καπνούς πιο αυστηροί εγίνανε στην όψη.
Και η φωτιά τους περίσσια πια φαινότανε
σ’ αυτό το σπίτι θαλπωρής.
Μονάχα το πρώτο το κουτί φαινόταν άδειο,
να τη η φλόγα του,
μέσα στη φλόγα του τζακιού
που έκαιγε θεόρατη τα ξύλα.

Συλλογιζόμουν, κοιτώντας τον παράξενο αυτό στρατό,
τι άραγε έκρυβε περίτεχνα το νόημά του
και τόσο επίμονα η γη σαν έφευγε
άφηνε πίσω της για μας
την όμορφη σπίθα της φωτιάς.
Μα τα νοήματα κι ο σκοπός έχουν χαθεί
απ’ όταν ο άνθρωπος έγινε θεός
κι αυτά ξεψύχησαν
εκεί που αυτός δημιούργησε
της δικής του γνώσης τους κόσμους.

Και κείνη τη στιγμή τη ζοφερή,
που τα χαμένα νοήματα στο λογισμό μου ήταν,
η πόρτα χτύπησε μες στην απόκοσμη σιγή
της νύχτας που ‘φτανε γοργά
πάνω απ’ το χιόνι, που απάτητο άστραφτε
και λίγο από μέρα έφερνε στο αμίλητο σκοτάδι.
Στην πόρτα χιονοσκέπαστος στεκόταν
ένας γέρος μ’ άχρονη μορφή.
Μονάχα τα πύρινα μάτια του
κάτι από φως θυμίζανε απόκοσμο κι οικείο.
«Τα δώρα της Γης να πάρω ήρθα,
που άχρηστα κάθονται στο τζάκι σας επάνω!».
Και ρώτησε αν ήξερα ποιος είναι στην καρδιά μου
κι εγώ απάντησα: «Ο Χειμώνας».
«Καλύτερα ο Θάνατος να λες!» απάντησε απαλά,
δίχως τα βλέφαρα καν να τρεμοπαίξει.
«Μα τότε γιατί δεν έρχεσαι εμένα για να πάρεις;»
Κι απάντησε τραχιά πως τούτος ο θάνατος
αλλιώτικος είναι, πιο βαθύς,
τα δώρα της ζωής γυρεύει π’ ανέμελα πετιούνται
με τα σύμβολα τους ρημαγμένα στου τίποτα τις στάχτες.
«Κράτα το σώμα ακόμα λίγο μα άχρηστο,
σαν ξεραμένο κέλυφος τελείως αδειανό.
Είμαι ο Μεγάλος Θάνατος και σώζω
τα θεία σύμβολα απ’ της ζωής την ύβρι».
Ταράχτηκε η καρδιά σ’ αυτό το άκουσμα,
τα γκριζωπά κουτιά άπιαστα πια φαινόντουσαν
κι οι γαλάζιες φλόγες γίναν μονάχα μια,
σα σύμβολο που πάσχιζε ν΄ανθίσει εδώ κάτω
θυμίζοντας εκείνους τους κόσμους τ’ ουρανού
τους ξεχασμένους
που πρότυπα φτιάξανε για μας.

Όνειρο ήταν όμως και πέρασε
σαν αστραπή χειμωνιάτικη,
μα τάραξε της καθημερινότητας το βαρύ ύπνο.
Η φωτιά ανέμελα τριζοβολάει στο τζάκι,
κανένα κουτί δεν βρίσκεται εκεί παρατημένο.
Μα του Θανάτου η ματιά
εκλόνισε για πάντα την ψυχή μου
και τα κρυμμένα νοήματα ξεφεύγουν,
σαν μέσα από τις πύρινες φλόγες
που τα ξύλα στο τζάκι πυρπολούν.
Ακάθεκτα κομμάτιασαν εκείνο
το διάλειμμα ζωής στο πουθενά,
να μη μείνει στο τέλος μοναχά
εκείνο το κέλυφος το αδειανό,
μα η ουσία η πύρινη, η άπιαστη,
που έκαψε τις λέξεις ολόγυρά της
για να κατέβει στον Άδη σιωπηλή,
με την κρυμμένη φλόγα της ζωής
το σκότος να διαλύσει
ως να ’ταν πάντα φως.

11/2007

Πηγή: “Ψυχές της φύσης” ,Συγγραφείς: Γιάννης Ζήσης, Ιωάννα Μουτσοπούλου

Το τζάκι-ΑΘΗΝΑ ΜΑΡΑΒΕΓΙΑ

Και κρούτσου-κρούτσου
και κράτσα-κράτσα
τα κρουστά
και σαν αχός
ίσα που ακούγονται
τα πνευστά μαζί με τα έγχορδα.
Τι μελωδία!…

Το φάσμα των χρωμάτων
με το καφέ και το κόκκινο να κυριαρχούν
κάπου πέφτει μια σταγόνα κίτρινο
μέχρι που παντρεύονται
φτιάχνουν το πορφυρό με το γκρίζο.

Οι μυρωδιές μεθυστικές
με μια ηρεμία να σ’ αγκαλιάζει
να σε κατακλύζει
και να παραλύει
το νευρικό σου σύστημα!…

Μια παλιά φλοκάτη
που η ύφανσή της
τόσο κρουστή
δυο άντρες χρειάζονται
να την σηκώσουν.

Κι αφήνεις το μυαλό
να ταξιδέψει
να σε πάει σε μέρη πανέμορφα
ν’ ακούσεις μελωδίες
που όμοιές τους δεν έχεις ξανακούσει.

Απέξω το χιόνι κι ο αγέρας
έχουν στήσει τρελό χορό
και διαμαντάκια λαμπιρίζουν στις φυλλωσιές…
Κι ο ήλιος που δύει
συναγωνίζεται τα χρώματα της εστίας…

Κι εσύ αφήνεσαι
αφήνεσαι
σε τούτο το ταξίδι
με μια θαλπωρή
που όμοιά της είναι μόνον
εκείνη στην κοιλιά της μάνας
όταν σε κυοφορεί!…

Πηγή:https://www.logografis.gr/

Το τζάκι-ΣΤΕΛΙΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΣ

Το τζάκι,
η εστία του,
μπούκα θεάτρου.

Ξύλα ολοκαύτωμα
της Τέχνης παρανάλωμα.

Η εστία σκηνή
Η σκηνή εστία
Ο ηθοποιός κάηκε.

Πηγή: stixoi/info

Τζάκι-ΟΡΦΕΑΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Το τζάκι με την πράσινη φωτιά αλλάζει χρώμα κάθε μέρα.
Όμως,μια σπίθα πέταξε στον ουρανό
τότε γέμισε γαλαξίες
και όλα τα τζάκια έλαμψαν σε όλη τη γη
τα πνεύματα των ανθρώπων χόρευαν στο διάστημα
η αιωνιότητα της γης μεγάλωσε και ενώθηκε με το φεγγάρι.
Όμως η λάμψη δεν κράτησε για πολύ,ήρθε το σκοτάδι
κυριαρχούσε για δέκα χρόνια και ο ήλιος έχασε το φως.
Ξαφνικά,το ισχυρό φεγγάρι με τη γη μεταμορφώθηκαν
σε ένα φως που μπήκε στο σκοτάδι και το διέλυσε.
Τότε ο ήλιος έλαμψε ξανά και ο κόσμος πραγματοποιήθηκε!

Πηγή: Το χιόνι χορεύει,Εκδόσεις Εύμαρος,2016

Δίπλα στο τζάκι-ΝΙΚΟΣ ΛΥΓΕΡΟΣ

Δίπλα στο τζάκι
κάθε κίνηση
έχει σημασία
σαν να είναι
το αποτέλεσμα
ενός βλέμματος
που είχε
μέσα του
οικόσημο
ανθρωπιάς
φτιαγμένο
να προστατεύει.

Πηγή: https://lygeros.org/69226-gr/

Κοντά στο τζάκι-ΝΙΚΟΣ ΛΥΓΕΡΟΣ

Έβλεπα το χαμόγελό σου
όταν κοίταζες το τζάκι
κι ένιωθα τη ζεστασιά
της ανθρωπιάς σου.
Δεν έκλεινες πια τα μάτια
ήθελες να πιεις τη ζωή
όπως το γλυκό μοσχάτο
της συντροφιάς σου.

Πηγή: https://lygeros.org/3545-gr/

 

Έρευνα-Επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Καραπάνου

Η  αναδημοσίευση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού ιστότοπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ επιτρέπεται ΜΟΝΟ με την παράθεση πηγής και ενεργού συνδέσμου (link).

 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr

Τα Cookies βελτιώνουν την απόδοση της σελίδας μας. Δεν αποθηκεύουμε προσωπικές σας πληροφορίες. Μας επιτρέπετε να τα χρησιμοποιούμε;