Δέκα ποιήματα της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου

Δέκα ποιήματα της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου

Η σημερινή μου καλεσμένη είναι η λογοτέχνιδα Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή και διδάσκει Δημιουργική Γραφή στη Θεσσαλονίκη και την Κύπρο.Έχει εκδώσει επτά ποιητικές συλλογές και τρία βιβλία δοκιμιακού λόγου, ενώ έχει συμμετάσχει και σε συλλογικές εκδόσεις. Ένα βιβλίο της έχει προταθεί για το Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Έργα της έχουν μεταφραστεί σε διάφορες ξένες γλώσσες. Η ποίησή της είναι προορισμένη για πολλές διαδρομές. Δατρέχοντάς την, κάθε φορά ανακαλύπτεις και ένα καινούργιο  ρυάκι  νοημάτων ,που σε καλεί να εμβαθύνεις. Σε οδηγεί σε ένα απολαυστικό αναγνωστικό ταξίδι! Θα σας παρουσιάσω δέκα ποιήματά της, πραγματικά σπουδαία!

ΣΤΗ ΡΑΠΤΟΜΗΧΑΝΗ

Ο τόπος είναι χρόνος
προορισμένος μόνο για την επιστροφή
γιατί ο τόπος πάντα ταξιδεύει
λιωμένο φως
μες στην ασυμμετρία των σφουγγαριών
τόνος λευκός κρυσταλλωμένος
μια ανάσα πριν τον ρεμβασμό
η επίφαση του ανύπαρκτου
μες στην ακινησία

κι αυτό που ως ήχο χρώματος
γραφεία ταξιδίων διαφημίζουν
δεν είναι τα παράθυρα που βλέπουν στα λιοτρίβια
-επιστατούν ανελλιπώς
η Τριχερούσα Παναγιά με την Φραγκογιαννού-
ούτε οι γαρδένιες βέβαια στους γκαζοτενεκέδες
-ο σπαραγμός του εφήμερου που όλο κιτρινίζει-

αλλά η κατάμαυρη σκιά της ραπτομηχανής
σε ασβεστωμένο κήπο
αδιάκοπα τις ξηλωμένες μνήμες να γαζώνει
να μπουν στα ξενυχτάδικα τριζάτοι και με τσάκιση
οι ναύτες του Τσαρούχη
να πιουν κρασί
να κλάψουνε
να περιπλανηθούν
τ’ άλλο πρωί να μοιάζουνε
φιγούρες φαγωμένες του Μπουζιάνη.

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ

Στα σπίτια μέσα
οι λέξεις είναι χωρισμός
μια ύπουλη λιτάνευση ληγμένων υποσχέσεων
μια ανόητη υπομονή ανάμεσα σε δυο πνιγμούς
τη λάμψη των χρυσών δαχτυλιδιών
και τη φριχτή αναπνοή του γηραλέου ζώου.

Πονάνε οι ταγμένοι να ημερέψουν
τη φωνή τής μέσα χορωδίας
ματώνουν ολομόναχοι
μες στην κρυψώνα του καημού
καμιά φορά πάνω χιμούν στους προβολείς
κι ύστερα επιστρέφουνε πάλι στο ίδιο ψέμα

βολεύονται όπως όπως
σ’ αυτό το θερμοκήπιο κλουβί
που βλέπει στον ακάλυπτο
κι έχει την πλάτη του στραμμένη
στα διλήμματα.

Θαμπό και νοτισμένο το κλουβί
θαρρείς κι αχνίζουν δάκρυα σε κελιά
πριν από την εκτέλεση
μα το αποδίδουν έντεχνα
στην αχνιστή τους σούπα.

Κάποτε, ένας απ’ αυτούς
- περιορισμένων μάλλον αντοχών -
σαν άστρο πέφτει αιφνίδια
μες στο φωταγωγό
ψελλίζοντας για τελευταία φορά
χαϊδευτικά το όνομά του

οι υπόλοιποι
γδέρνουν επάνω κάτω το παρκέ
κάποιοι επιλέγουν καθιστή διαμαρτυρία
κι ελάχιστοι πιο τολμηροί
ανοίγουν τα προσχέδια
φωτογραφίζουνε
ασκήσεις επί χάρτου και μακέτες
κι εκδίδουνε τα Άπαντα
ποιημάτων που δεν τύπωσαν ποτέ
ποιημάτων που ούτε γράφτηκαν.

ΜΙΑ ΒΑΘΙΑ ΥΠΟΚΛΙΣΗ

«Πραγματικά εκλεπτυσμένοι
είναι μόνο οι νεκροί»
JANE AUSTEN

Στους δρόμους χορωδίες και γιορτές
ξύλινοι πάγκοι με γλυκά
συνωμοσία και άγνοια.

Παλιά βαγόνια στις αλάνες
μεταμφιέζονται πυρετωδώς
σε καμαρίνια με χρωματιστά φτερά.
Σβηστά λαμπιόνια, φωσφορίζουσες σκιές
ρόμπες σατέν και γούνινα μανσόν
να αστράψουν ετοιμάζονται
για τη βραδιά των χειροκροτημάτων.

Σκηνοθέτης:
-Σκορπίστε, γρήγορα, στα σκηνικά
μπαχάρια και λουίζες
να καλυφθεί ως το απόγευμα
η μυρωδιά της ναφθαλίνης…

Ερασιτέχνες πυροτεχνουργοί
και αστυφύλακες
εν είδει Επιταφίου περιφέρουν
κλουβιά με ντροπαλούς Αμβρόσιους
και ξεπεσμένες Ιουλίες
- κάτι αναμμένα κηροπήγια κρατούν
και απαγγέλλουν -

την ίδια ώρα που αλλού
σε υγρό βάθος σκοτεινό
ήδη η Γκρέτα μακιγιάρεται
πανέτοιμη να κοιταχτεί στα δάκρυα
ενός ακόμη ανάξιου θαυμαστή
που θ’ αρνηθεί να την πυροβολήσει
ενώ ο ωραίος Ολιβιέ
προβάρει την υπόκλιση
στο μαύρο κοκτέιλ φόρεμα
της Όντρεϊ που κρυώνει.

Ντελάλης:
-Σήμερα
επισκέπτεται την πόλη σας
για μια μοναδική βραδιά
ο φημισμένος θίασος
που εμφανίζει επί σκηνής
πασίγνωστους νεκρούς ηθοποιούς
του κλασικού ρεπερτορίου.

Για μια βραδιά αποκλειστικά
μία ολόκληρη εποχή θα αναστηθεί
όμως δε θα το ξέρει.
Να υποκριθείτε, συνεπώς
ότι δεν πέθαναν ποτέ
πως παίζουν ασταμάτητα και δε γερνούν
πως δε μεσολαβήσαν χώματα
αφιερώματα εκτενή και νοσταλγίες.

Να είστε, εξ’ άπαντος, όλοι εκεί!

Και μη σκεφτείτε, φυσικά, το εισιτήριο.
Η ανατριχίλα απόψε
θα είναι δωρεάν!

BERLIN ALEXANDERPLATZ

Κανονικά, με λένε Σόνια.
Μίτσε, με βάφτισε ο Φραντς
- μονόχειρας, μα ξέρει ν’ αγκαλιάζει.
Τη μέρα προτιμώ να υπνοβατώ.
Με ένα νόμισμα κρυμμένο στο μαντίλι
περνάω βιαστικά έξω από τα προάστια
σκιές ευκίνητες πουλώ στην Alexanderplatz
στα ενυδρεία σπάζω τις φυσαλίδες
κι αφού των πληκτικών επεισοδίων
διασχίζω την ομίχλη
βρίσκομαι σώα σαν νεκρή
στο τέλος της θλιμμένης ιστορίας.

Η πλατεία γέμισε μεμιάς αρωματοπωλεία.
Έξω απ’ τις χαραμάδες των πληγών
πλημμύρα ακυβέρνητη
λεβάντα και θυμίαμα
γαζία και λιβάνι.

Όμως, εγώ
πάντοτε αλήθεια σού έλεγα, Φραντς.
Ω, μα και βέβαια μπορούσα
μόνο εσένα ν’ αγαπώ
ο άλλος ήτανε παιδί, μπορεί και γέρος
μην τα σκαλίζεις τώρα πια
ήπιε απλώς ένα κονιάκ
έβαλε φωτιά στα μαλλιά της μαριονέτας
κι έπειτα εξαφανίστηκε.

Κι άφησε, Φραντς
τι θες κι ανοίγεις τώρα το πορτάκι
άστο μες στο κλουβί του το πουλί
μη μου το πνίγεις
πονάω Φραντς, με σφίγγεις, Φραντς
χύθηκε κάτω όλο το νερό
ποτέ ξανά τιτίβισμα
ποτέ ξανά μισή αγκαλιά
γέμισε πούπουλα ο αέρας, Φραντς
δε σε ακούω πια
πούπουλα και φτερά
δε σε πονάω πια
μόνο φτερά
δε με πειράζει τώρα πια…

Οι άνθρωποι στο δάσος
πεθαίνουν πάντα από ντροπή.

ΔΕΥΤΕΡΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ

Α, ελεεινές δεύτερες σκέψεις
που αποδειχτήκατε δειλές
και σπεύδατε να μας σώσετε
σαν θαύμα αναπάντεχο
πριν καν να γίνει η δέηση.

Με το ένα πόδι τεντωμένο στο αύριο
– τέλεια να μιμείται καλπασμό –
να μας κρατάτε ακίνητους και βαρετούς
στη σύνεση καθηλωμένους

ή πιο συχνά
με μια πειθώ δημαγωγού
και ασφαλιστή συγχρόνως
ν’ απλώνετε ρίζες μέσα μας
ρίζες χοντρές και στέρεες
που εγγυώνται βλάστηση
ανθούς, καρποφορία...
Μα, εντέλει, τίποτε απ’ αυτά.
Μονάχα ρίζες
που εγγυώνται ρίζες.

Κι είναι για άλλους
η ζωή και η αποστασία
του δρόμου η σκόνη η άγια
κι οι αγρυπνίες στη χάρη της.

Για εσάς
είν’ τα προσχήματα και τα μεθοδευμένα
η αρτιμελής ζωή και οι φαντασιώσεις
για να μπορεί επ’ άπειρον
του φόβου το βατράχι να κοάζει
για να ανθίζει επιτυχώς
η ομοιομορφία•

σαν κάτι νύχτες νοσηρές
που από πλήξη αφόρητη
τις λάμπες απ’ τους δρόμους
ξεβιδώνουν
και τις βιδώνουνε μετά
μέχρι να ’ρθει τ’ άλλο πρωί.
Μια εναλλαγή μηχανική
με βλέμμα άδειο, σταθερό
λες και μιμούνται θάνατο.

Οι νύχτες...

Ως το πρωί.
Βιδώνουν
ξεβιδώνουν...
Με βλέμμα άδειο
σταθερό.

Α, ελεεινές δεύτερες σκέψεις
που αποδειχτήκατε σοφές
διδάσκοντάς μας άρνηση και υποταγή
κι αθώα οπισθοχώρηση...

Μας μάθατε για τα καλά
πως ό,τι δεν μας συναντά
αυτό στο τέλος
μας διασχίζει.

Ο ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΚΛΕΦΤΗ

Εγώ είμαι αυτός που κρύβεται
πίσω απ’ την απουσία
τα βράδια ωστόσο κατοικώ
σ’ ένα χρυσωρυχείο.

Φοβάμαι το αιφνίδιο
τρέμω τα καλοκαίρια
μα πιότερο απ’ την ερημιά
η ασθένεια με πονά
των συμπτωμάτων.

Κλέβω χαρτονομίσματα
βιβλία διαβασμένα
κι από τα ρούχα ειδικά
αυτά που έχουν τσέπες.

Η απελπισία των χεριών
συχνά μ’ εξαναγκάζει
να μετατρέπομαι σε ηχώ
των άηχων βημάτων.

Των μεγαφώνων η σιγή
και η μελαγχολία
είναι απλώς η αφορμή
για τη λαθροχειρία.

Κυρίως νομίζω ευθύνεται
η σκοτεινή αγκαλιά μου.

Σας κλέβω μόνο την αφή
το άγγιγμα που αφήσατε
πάνω στις πορσελάνες
γιατί είν’ απόκρημνη η ζωή
δίχως το άλλο σώμα
και τελευταία πετάγομαι
κλαίω μέσα στον ύπνο.

Φιλάργυρος της αφαίρεσης
δανείζομαι το παρελθόν
γυρεύω οικογένεια
συλλέγω από απόγνωση
μεταξωτές αισθήσεις.

Κι όσο εγώ σώζομαι κρυφά
στις αμυχές της σάρκας
γίνεστε εσείς η υπογραφή
της άγραφης ζωής μου.
Γι’ αυτό σας λέω, πιστέψτε με:

Δεν είμαι κλέφτης, μα τυφλός
που βλέπει με τα χέρια...
Φάντασμα που ψαχουλεύει αμίλητο
να βρει δικαιολογίες
ν’ ακούσει γύρισμα κλειδιών
το άνοιγμα της πόρτας
ή μια προστακτική φωνή
να του φωνάζει

μείνε.

ΑΓΟΡΑ ΧΡΥΣΟΥ

Ο χώρος θύμιζε φουαγιέ πολυτελούς ξενοδοχείου.
Πόρνες, ζητιάνοι και προαγωγοί
μαχαιροβγάλτες και κλεφτρόνια
εξορισμένοι από ’κει.
ή μάλλον κάπου εκεί κι αυτοί
όμως σε ρόλους άλλους, σοβαρούς
όπως ας πούμε
αβρών εκτιμητών χρυσού
με τον πελάτη εμπρός τους μαγκωμένο
ακουμπισμένο στον γκισέ
ταριχευμένο έντομο πλαισιωμένο με κορνίζα.

Εδώ ρευστοποιούνται οι αναμνήσεις.
Εδώ προέλευση και καταγωγή
χέρι με χέρι ανταλλάσσονται.

(Χρυσή αλυσίδα με βαφτιστικό σταυρό
η βέρα και το δαχτυλίδι της μητέρας
ρολόγια αξίας με μπριγιάν
συλλεκτικά νομίσματα
σκεύη αργυρά
ακόμα κι έργα τέχνης)

Κι η εχεμύθεια φυσικά χρυσός…
Γυρεύει δόντια δυνατά για το κλεισμένο στόμα
-κατά προτίμηση χρυσά-
την περηφάνια μας αρχοντικά να ροκανίζουν.

Κι ακολουθεί το λιώσιμο
[Τήξη εν καμίνω ή χοάνη
καμίνευση, χωνεία]
μια ρευστοποίηση σκληρή
όρκων, γεννήσεων, επετείων.

Αποσυντίθενται τα σύμβολα
χάνουν τα περιγράμματά τους οι αξίες
μες στη χρυσή χωματερή παντός τετελεσμένου
και τότε πια τα πρόσωπα ίκτερο εμφανίζουν
-γιατί αρρωσταίνουνε βαριά
όσοι το παρελθόν τους εκποιούνε-
παίρνουν το βυθισμένο βλέμμα του νεκρού
όταν τα ονόματα αρχίζει να ξεχνά
και βάζει πλώρη ολοταχώς
για νέες αμνησίες.

ΤΟ ΠΡΟΣΧΗΜΑ

Ένα κορίτσι που σκύβει και αφαιρεί
το πετραδάκι απ’ το σανδάλι του
δεν είναι παρά ένα πρόσχημα

για να ανθίσουν οι σιωπές του φράχτη
να μεταμεληθεί ο θάνατος για τη συγκομιδή του
μενεξεδένιες λέξεις να απλωθούν
να σκεπαστεί η άβυσσος.

Όπως και να ’χει
τα στάχυα θα είναι πάντα κίτρινα
το κόκκινο ποδήλατο θα διασχίζει αμέριμνο
τη λύπη του απογεύματος
κι η άνοιξη με το σημαδεμένο γόνατο
θα παίρνει τις κατηφοριές
να σκίσει τα χρεόγραφα
να φέξει με το αίμα της
το άναυδο της στάχτης των σωμάτων.

Κάπως έτσι
προχωρημένα μεσάνυχτα
κυλάει ο υδράργυρος
ενώνονται τα θραύσματα ανίατων εποχών
ψιχαλίζει το νόημα της άλλης γραφής
πάνω από τα σεντόνια
που δεν κατατείνει ούτε προέρχεται
μα αέναα προεκτείνεται και διαγράφει
που δεν οικτίρει ούτε χλευάζει
μονάχα σβήνει και ακυρώνει
και διαγράφει και πετά
και τσαλακώνει και πετά
και σκίζει…

Για ν’ απομείνει μόνο αυτή.
Σαν δόξα ξημερώματος.
Η άχραντη
βελούδινη γυμνότητα.

ΜΟΙΡΑΖΟΜΑΙ

Μου αρέσει, του είπα
να παρακολουθώ τις παρελάσεις.
Έχει μια αδράνεια καθησυχαστική
όλο αυτό το λίκνισμα της συμμετρίας
που κυριολεκτικά με υπνωτίζει.

Μπορώ χωρίς προσπάθεια πολλή
να μετακινηθώ
απ’ τα φωνήεντα του παραγγέλματος
στην απροσδόκητη κατηφοριά
μιας πόλης ασιατικής
και να εντοπίσω σε ένα δωμάτιο βορινό
εκείνο το μοναδικό μοιρολόι
που λίγο αν παρεκτραπεί
μπορεί μεμιάς να θρυμματίσει
σε χίλια μικρά αναφιλητά
τον πολυέλαιο μιας εκκλησίας
πριν τη γαμήλια τελετή.

Με ρώτησε
αν βρίσκομαι μέσα στο πλήθος
ή αν συγκαταλέγομαι στους επισήμους.

ΛΑΓΩΝΙΚΟ
ή
Η ΕΜΠΝΕΥΣΗ

Εμφανιζόταν κι έφευγε
και σάλπιζε υποχώρηση
όμως την ύστατη στιγμή
θριαμβικά επέστρεφε
κρατώντας μες στα δόντια της
– θήραμα άχρηστο, ακριβό –
το ρίγος ενός βλέμματος
ή το κλειδί που ξεκλειδώνει τους καθρέφτες
κουρέλια αποκριάτικων στολών
γεμάτα μούχλα και υγρασία
κι ίσως μιαν επιφύλαξη

όπως, ας πούμε, ότι
λέω σημαίνει κάποτε κι αποσιωπώ
όμως ποιος δίνει τώρα σημασία
τώρα που όσο ποτέ
ανθίστανται τα πράγματα
και ούτε μιαν ανάμνηση
δεν είναι δυνατό ν’ ανακαλέσεις

τώρα που τα βερίκοκα
δεν τρώγονται μονάχα καλοκαίρι
κι οι λέξεις
ελάχιστη σχέση έχουν τελικά
μ’ εκείνο που σημαίνουν. 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ 

Η Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου γεννήθηκε στο Μόναχο, κατάγεται από την Κωνσταντινούπολη και ζει στη Θεσσαλονίκη, όπου σπούδασε στη Φιλοσοφική σχολή του Α.Π.Θ. Διδάσκει Δημιουργική Γραφή στη Θεσσαλονίκη και στην Κύπρο. Παράλληλα με την ποίηση ασχολείται με το δοκίμιο, με δημοσιεύσεις σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά και συλλογικούς τόμους.

Έχει εκδώσει επτά ποιητικές συλλογές:

Λυπημένες μαργαρίτες(εκδ. Εγνατία, 1986), Το τρίπτυχο του φέγγους (1993), Εν τη ρύμη του νόστου (εκδ. Αρμός, 1999), Ν’ ανθίζουμε ως το τίποτα (εκδ. Καστανιώτη, 2004), Όροφος μείον ένα (εκδ. Καστανιώτη, 2008, β΄ έκδ. 2009), Το επιδόρπιο (εκδ. Κέδρος, 2012, γ΄ έκδ. 2013). Το επιδόρπιο ήταν υποψήφιο για το Κρατικό Βραβείο.
Αφόρετα θαύματα (εκδ. Κέδρος, 2017).

Έχει επίσης εκδώσει τα μελετήματα:

«Εν αναμονή» (Συμμετοχή στον συλλογικό τόμο Ακροατής Οριζόντων Προσεγγίσεις στην ποίηση του Ορέστη Αλεξάκη), (εκδ. Γαβριηλίδης, 2004),Συρραπτική του Προσώπου - Επίσκεψη στην ποίηση του Ορέστη Αλεξάκη (εκδ. Νέος Αστρολάβος / Ευθύνη, 2012),Πέραν της γραφής - Δοκίμια για την ποίηση (εκδ. Κέδρος, 2015), Στους πίσω κήπους μίας λέξης, δοκίμια κριτικής, (εκδ. Ρώμη, 2020).
Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ισπανικά, αλβανικά, βουλγαρικά και περιέχονται σε ελληνικές και ξένες ανθολογίες. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων,της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, όπου διετέλεσε Γεν. Γραμματέας,και του Κύκλου Ποιητών.

 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr

Τα Cookies βελτιώνουν την απόδοση της σελίδας μας. Δεν αποθηκεύουμε προσωπικές σας πληροφορίες. Μας επιτρέπετε να τα χρησιμοποιούμε;