Δέκα ποιήματα της Μαρίας Γεωργίου-Φράγκου

Δέκα ποιήματα της Μαρίας Γεωργίου-Φράγκου

Η ποιήτρια που φιλοξενώ στο ποιητικό μου σπίτι, λέγεται Μαρία Γεωργίου-Φράγκου κι είναι ψυχολόγος. Ολοκλήρωσε τις ακαδημαϊκές της σπουδές στη Γαλλία.Τώρα διαμένει κι εργάζεται στη Λεμεσό. Έχει μαθητεύσει στη δημιουργική γραφή κοντά στην εξαιρετική ποιήτρια- δοκιμιογράφο Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου. Έχει συμμετάσχει με ποιήματά της σε μια συλλογική έκδοση, ενώ πρόσφατα κυκλοφόρησε την ποιητική της συλλογή "Αμέτοχες Εποχές στο φως", απ' όπου θα δείτε ένα μέρος της.  Ο λόγος της  λογοτέχνιδας είναι συγκινησιακά φορτισμένος και βαθύς. Η γραφή της είναι μεστή, με πρωτότυπα σχήματα λόγου, έξυπνα ευρήματα και κινηματογραφικές εικόνες. Η ανθρωποκεντρική ποίησή της συνομιλεί με τις  τωρινές προσδοκίες και  τα όνειρα του χθες ,πότε με νοσταλγία, πότε με γλυκόπικρο χιούμορ. Παλεύει με την απώλεια και συμφιλιώνεται μαζί της. Τα έργα της αποπνέουν μιαν αύρα τρυφερότητας για το ίδιο το υποκείμενο αφήγησης, για τον συνάνθρωπο, για το σύμπαν ολάκερο. Μοιράζομαι μαζί σας δέκα πολύ όμορφα ποιήματά της!

L’ ANTIQUAIRE

Μέσα στους τέσσερις τοίχους
του μικρού μαγαζιού μου
απαριθμώ τα εκθέματα.
Τι έδωσα, τι πήρα
τι σκόρπισα αλόγιστα
τι ξέμεινε στα ράφια
και ποιος, στ’ αλήθεια, είναι ο θησαυρός.
Εκείνο το σκαλιστό μικρό μαχαίρι
που τόσο ήθελες
− κι ας ήξερα πως θα ’κoβε
τους δρόμους μας στα δυο −
στο χάρισα.
Και έμεινε σ’ εμένα η πληγή.
Το φόρεμα της νύφης με τη βαριά δαντέλα
− η ετικέτα γράφει «Μεγάλες Προσδοκίες» −
δεν το πούλησα.
Το ’χω χαρταετό της νιότης και της λήθης
με σπάγκο διπλωμένο.
Έχω και μια πόρτα πράσινη
με το κλειδί επάνω.
Όταν έφευγα με κυνηγούσε
πάρε με μαζί σου, μου ’λεγε
ούτε ήχο δε θ’ αφήσω
δεν είμαι πια, για να σφαλίζω την κουζίνα
αφού δεν έρχεσαι ούτε το γάλα σου να πιεις.
Ψάχνω να σας δείξω
κι εκείνα του δέντρου τα στολίδια
που λαμπύριζαν χίλια θαύματα
νύχτα Χριστουγέννων κρυφά απ’ το σαλόνι
ύστερα κύλησαν τα μήλα
που τα ’θελες των Εσπερίδων
μα δεν είχαν φως.
Άστοχη εκλογή πατέρα!
Τι άλλο να σας δείξω;
Δεν είχαμε κάβα, δεν είχαμε σοφίτα
σύννεφα δεν υπήρχαν
μόνο μια ταράτσα
που στέγνωνε τα όνειρα - αμύγδαλα
και στο στερέωμα έφεγγαν κυματιστά
τα μακριά μαλλιά της Βερενίκης.
Μαζεύτηκαν στα χρόνια σπάνια κομμάτια.
Μια τέτοια συλλογή
από πανηγύρια και γιορτές
δε βρίσκεις πουθενά.
Μοναδικά στον κόσμο.
Τ’ αγαλματάκια και τα βάζα
πήραν τη θέση των απόντων.
Έφτιαξα ένα μουσείο.
Είμαι ο συλλέκτης και ο συντηρητής.
Απ’ έξω γράφει:
Ώρες επισκέψεως μόνο τα πρωινά.
Προσέλθετε με ορθάνοιχτα
μάτια παιδικά.
Γίνεται έλεγχος στην είσοδο.
Παρακαλώ, μην αγγίζετε.
Θα βρείτε τον κατάλογο
με όλες τις εξηγήσεις
κι αν λείπουν,
δώστε σημασία:
Η πεμπτουσία της ζωής είναι στην απουσία.
Και κάτι ακόμα:
Μέσα σ’ εκείνο το κουτί
με τις παλιές φωτογραφίες
έβαλα λίγο πορφυρένιο πυρετό στην άκρη.
Να έρθεις εσύ να τον δροσίσεις
με την παλάμη σου μητέρα.

LA RENCONTRE

Δύο coupes de champagne
με βοήθησαν
να σταθώ όρθια.
Βαθιά, πολύ βαθιά τον κοίταξα.
Τον εξέτασα, τον αγάπησα
από απόσταση
ενός τραπεζιού café.
Της πρόκλησης η διάσταση
μια σκακιέρα
ανάμεσά μας.
Έτσι παίξαμε.
Κρατώντας αποστάσεις
Ο καθένας έσπρωχνε τα πιόνια του.
Echec et mat!
φώναξε κάποιος.
Ήταν αργά.
Κανένας.
Μόνο η σερβιτόρα είπε:
Μα, εσείς δεν τρώτε τίποτε
και απομάκρυνε τις ελιές.

ARTES MORIENDI

Τον είδα να προχωρά
ακάθεκτος
και να απλώνεται
σαν τη χολέρα
σαν την πανώλη στην οθόνη
το πρόσωπο της διαφθοράς.
Επιδημία αλώσεως
επιθυμία αλώσεως.
Η απάτη είναι τέχνη ύψιστη για λίγους.
Σαν μέγας ταχυδακτυλουργός
είχε τα σημάδια της αρρώστιας
πάνω στο κούτελο.
Έβγαλε από το καπέλο του
ένα αιμόφυρτο κουνέλι
κι ύστερα
έσβησαν τα φώτα της ράμπας.
Κάποιος φωνάζει:
Πεθαίνουμε
πεθαίνουν οι Θεοί μας.
Διαβάζουμε σε παλιές εφημερίδες
την αγγελία του θανάτου μας.
Το πλήθος είναι παγωμένο.
Φρουρά άλατος
κρατά απόσταση αναπνοής
στο χείλος της αβύσσου
κι εγώ ξορκίζω τη φοβέρα
μ’ ένα καλάμι
«Ουδέν κακό να μην εισέλθει».
Μένουμε στα Προπύλαια
τέρμα Θεού
απ’ έξω.

ΜΟΝΑΞΙΑ

Τη μοναξιά μου την πάω περίπατο
την ταΐζω, την ποτίζω
την καλοκρατώ
της βάζω και τραγούδια στο ραδιόφωνο
να ξεχνιέται σαν γριούλα.
Όμως το βράδυ…
Α, το βράδυ
γίνεται μωρό παιδί
και δεν παρηγοριέται.

ΕΛΕΝΗ

Η διπλή ζωή της Ελένης
ποτέ δε μου άρεσε.
Να μην ξέρει πού κατοικεί
να μην ξέρει πού ανήκει
ποιον ίσκιο βάζει στο κρεβάτι της.
Προέβλεψε όμως τον τρόπο
να μας ρίχνει στάχτη στα μάτια
στάχτη της Τροίας
στάχτη από το νησί του Τεύκρου·
το ολοκαύτωμα φώτισε το φόρεμά της.
Η Ελένη
η αφημένη στους καιρούς
της θύελλας
στους ποταμούς της πανωλεθρίας
και στους χρησμούς των αλλότριων.
Δεν επιβιώσαμε, Ελένη.
Εσύ έτρεχες γρήγορα
με τον άνεμο στα πόδια σου.
Γιατί σε είπαν ωραία και όχι
άπι(α)στη;
Ελ-αιώνες κι αμπέλια
μακριά από την πατρίδα
ελεημοσύνη δε γύρεψες
− σου άξιζε βέβαια −
Αχ, Ελένη
γέννησες αγόγγυστα παιδιά
κι από πικρό πατέρα
αφέθηκαν στην άκρη της υπομονής
ν’ απαρνηθούν το χώμα που πατούσαν
χάριν της πέτρας

Και ρωτώ:
Ποιος δεν τρελάθηκε στην εξορία
μασώντας τους Λωτούς των ψευδαισθήσεων;
Δεν ωραιοποιείται η αρπαγή
με όσα αραχνοΰφαντα πουκάμισα
και αν την ντύσεις.
Ελένη
δοκίμασα να σ’ αγαπήσω
Ελέω Θεού.

Ο ΓΑΤΟΣ ΜΟΥ ΚΙ ΕΓΩ

Παράξενες εποχές ζούμε, γάτε μου.
Εσύ ξαπλώνεις στο μάρμαρο και ξεκουράζεσαι
εμένα το κρεβάτι μου είναι στη θάλασσα
φυτεμένο στην άμμο.
Δεν ταξιδεύω.
Κάποτε ένας ονειροπόλος ξάπλωσε στο κύμα
και ξύπνησε στην αγχόνη.
Μακάριος, ανάμεσα σε δυο κινδύνους
ξεχνιέσαι.
Μνήμη χρυσόψαρου εσύ
απομίμηση ελέφαντα εγώ
με πόδια από μπισκότο.
Θυμούμαι ό,τι έζησα
προσφέρω ό,τι δεν ξέρω.
Παχύδερμο της συμφοράς
έχω αχρωματοψία στον φόβο.
Η ελευθερία, φίλε μου, είναι θέμα διαδρομής.
Να μπορείς να διασταυρώνεις έγκαιρα
χωρίς δικλείδες ασφαλείας
στις απέναντι όχθες του μυαλού σου.
Γάτε μου, εσύ δεν έχεις αύριο
εγώ δεν έχω μέλλον.
Το κυνήγι δεν αποδίδει.
Ο χρόνος είναι άπιαστο ποντίκι
που αλλάζει συνεχώς τις προθέσεις του
κι εσύ γελάς κάτω απ’ τα μουστάκια σου.
Είμαι γάτος της αγρυπνίας
ακίνητος μάρτυρας
κι εσύ πολίτης χωρίς σύνορα
αδιάφορος στους βομβαρδισμούς.
Γάτε μου
είσαι η αρμονία στο χάος της ζωής μου;
Ή το αντίθετο;

ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ

Κάποια όνειρα δεν ήταν για ’μας
δεν ήταν καν όνειρα.
Με το κεφάλι κάτω περπατούσαμε
άκρη - άκρη μη μας χαθεί ο δρόμος
ως το τέλος.
Στα λαγούμια λέγαμε ιστορίες
μέχρι να ’ρθει το φως.
Απρόβλεπτη ήταν η πορεία μας.
Ήμασταν από τους ταπεινούς.
Ο απολογισμός μας;
Ασπρόμαυρες μέρες
ασπρόμαυρα τοπία.
Απλή αφήγηση ο κόσμος
και η ζωή μάς προσπέρασε.
Το γιατί σου το σκόρπισα στον άνεμο
το γιατί μου το έθαψα βαθιά.
Είπα:
Για σένα σκότωσα τη νοσταλγία
μην τη βρεις και σκοντάψεις.
Είπες:
Ο πόνος του άλλου είναι ψίθυρος.
Ένα - ένα μέτρησα τα χρόνια
σαν να ’ταν χάντρες
σμιλεμένες στην πέτρα.
Αυτό θα είναι το επίγραμμά μου.

ΕΝΑ ΔΕΝΔΡΟ ΕΚΦΩΝΕΙ ΕΠΙΚΗΔΕΙΟ

Είσαστε εσείς τα άλλα δένδρα
δείτε πώς σας έκοψαν τα πόδια
κι ακόμα τρέχετε.
Ο ακρωτηριασμένος
πονά στην πληγή που δεν υπάρχει.
Εξ Ανατολών έρχεται το αίμα
να πνίξει το Τίποτα.
Σαν σάπια φρούτα έπεσαν
οι πριονισμένες στιγμές.
Δε μαζεύτηκαν
όταν ήταν στον καιρό τους.
Του Μίδα ζητήσατε καρπούς
χεριών αγάλματα
μέσα στο χώμα.
Κατά βάθος, ξέρετε
ό,τι προκλητικά αγνοείτε.
Από το ύψος της δεσποτείας σας
πετάτε αυταπάτες
σαν χαρταετούς.
Μα τι ριζώνει
σε κινούμενη άμμο;
Δεν αποδεχόμαστε χρησμούς
δεν κινδυνεύουμε.
Τραβούμε ήσυχα κουπί.
Παρεκκλίναμε της πορείας μας
προς αδιάφορους αγώνες.
Και τότε
Μήτε ήλιος μήτε άνεμος.
Από μακριά ακούγεται
το έγια μόλα έγια λέσα
μιας αδιόρατης Άνοιξης
να μας αποχαιρετά
όπως ο Καβάφης
τον ωραίο Αντώνιο

Ο ΑΧΡΟΝΟΣ ΑΣΠΟΝΔΟΣ ΙΟΥΛΗΣ

Μπαίνει ο Ιούλιος
και σε χρειάζομαι
φωτοβολίδα
στον ουρανό της λήθης.
Ο Αύγουστος είναι ναρκοπέδιο ονείρων.
Γιατί δε γράφεις;
φώναζε ο καθρέφτης
γελούσαμε
ήσουν παιδί.
Το υστερόγραφο ταξίδευε
αφρός στο κύμα του Αιγαίου.
Πόσο μακριά θέλεις να φύγεις από μένα;
Χορτάριασε η ψυχή μου
στην αναμονή.
Ο στίχος ο πιο μάταιος
είναι εκείνος που πλαγιάζει
με την επανάληψη
όμως δε θα προσφύγω στην ακηδία
θα γίνω συνοδοιπόρος ενύπνιων διαδρομών
και σε ενέδρα φθοράς
θα παραμείνω.
Είμαι εκείνο που τρέχει
χάριν του ανέμου
στο πριν, στο τότε
και στο μέλλον σου.
Το θέμα είναι ν’ αγαπάς
όχι να έχεις ήδη αγαπήσει.

ΓΙΑΤΙ ΓΡΑΦΩ

Γράφω πάει να πει φεύγω.
Γράφω πάει να πει ταξιδεύω.
Ταξιδεύω πάει να πει μη με ψάχνετε
δεν είμαι εδώ.
Δεν είμαι πια εδώ, αλλά για αλλού οδεύω.
Όπου οδύνη και στεναγμός.
Όπου στεναγμός, στενά περιθώρια.
Και τα περιθώρια, περί ανέμων και υδάτων χλεύη.
Περιφορά στα ίδια.
Ιδιοτέλεια και αποπλάνηση.
Όπου πλανάται η πλάνη των ονείρων.
Περίφραξη ονείρων να μην αλητεύουν
κι όμως στην αλητεία περιπλανήθηκα πολλάκις
πολλών υποσχέσεων διάβηκα το βήμα
πριν επιστρέψω αδαής.
Με άδειο πρόσωπο κυνηγούσα τις παρέες
κάνοντας προσευχές.
Δε με πρόσεχαν ο Λάμπρος, ο Νίκος, η Ελένη
και κυρίως εσύ.
Γράφω πάει να πει ξεφεύγω.
Ξεφεύγω από τη μοίρα
που κάποτε μοιραστήκαμε μαζί.

Βιογραφικό σημείωμα

H Μαρία Γεωργίου-Φράγκου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Λεμεσό. Σπούδασε Κλινική Ψυχολογία και Οικογενειακή Θεραπεία στη Γαλλία όπου έζησε και εργάστηκε για πολλά χρόνια. Επέστρεψε στη γενέτειρά της τα τελευταία χρόνια όπου και ιδιωτεύει ως Ψυχολόγος. Παρακολούθησε τα εργαστήρια δημιουργικής γραφής της ποιήτριας και δοκιμιογράφου Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου και συμμετείχε με ποιήματά της στον τόμο Συν(γ)ραφές, εκδόσεις «Τεχνοδρόμιον», 2018. Η συλλογή ποιημάτων «Αμέτοχες Εποχές στο φως», Εκδόσεις Ρώμη 2020, αποτελεί την πρώτη ατομική της ποιητική συλλογή.

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr

Τα Cookies βελτιώνουν την απόδοση της σελίδας μας. Δεν αποθηκεύουμε προσωπικές σας πληροφορίες. Μας επιτρέπετε να τα χρησιμοποιούμε;