Σήμερα στη στήλη "Στα βαθιά" έχω προσκαλέσει τον λογοτέχνη Κωνσταντίνο Χ. Λουκόπουλο. Ο καλεσμένος μου γεννήθηκε στην Ελευσίνα. Σπούδασε Φυσική , Ιστορία και Φιλοσοφία της Επιστήμης. Ποίηματα και πεζά του έχουν δημοσιευθεί στον έντυπο και τον ηλεκτρονικό τύπο, καθώς και σε συλλογικά έργα. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα ιταλικά και τα γερμανικά. Η παράσταση των Αισχυλείων 2017, Επιτάφιος εν Ελευσίνι, σε σκηνοθεσία Χρήστου Δήμα και με τη συμμετοχή της Λαϊκής Ορχήστρας Μίκης Θεοδωράκης, βασίστηκε σε δικά του κείμενα. Εργάζεται ως καθηγητής Φυσικής σε φροντιστήρια κι έχει συγγράψει σειρά βιβλίων στο επιστημονικό αυτό αντικείμενο. Διαχειρίζεται το ιστολόγιο "Έλευσις, ένα ταπεινό ενδιαίτημα αθανασίας". Έχει εκδώσει πέντε ποιητικές συλλογές, ένα βιβλίο με μικροκείμενα και διηγήματα μπονσάι, ενώ συμμετέχει σε δυο συλλογικά βιβλία. Η ποίησή του είναι αφηγηματική, λυρική, υπαρξιακή. Ο λόγος του είναι σμιλεμένος, πολύπλευρος, διεισδυτικός, τολμηρός. Η πένα του κάνει βουτιά στην ψυχή του δημιουργού και καταγράφει τις αναζητήσεις της. Αρθρώνει όμως και έναν λόγο κοινωνικό, φωτίζοντας αποτελεσματικά τις ζωές των ηρώων του. Θα σας παρουσιάσω οκτώ ποιήματα και δεκαπέντε πεζά ποιήματα που φέρουν την υπογραφή του! Όλα πολύ ξεχωριστά!
μια θλιβερή αφορμή
ΔΕΝ ΞΕΡΩ μήπως πρέπει να ξανανταμώσουμε
με τα ίδια λόγια που χωρίζαμε,
νύχτα που ήταν, ανοιξιάτικη,
κι όπως έλιωναν οι λέξεις στον πρόβολο των κορμιών
σιωπηλή να αποτραβιέται, στο ενδιάμεσο, μια ορτανσία.
Κι όσες αναπνοές εκτελέστηκαν,
ο επίπεδος θάνατος που υπερκεράστηκε,
μα κι η ψυχή που βρήκε τον δρόμο της
να γίνει χελιδόνι,
την ίδια ώρα που συμπτύσσονταν
αέριες μάζες και αστρική σκόνη
σαν μάλαζε τη ζύμη τους
μια ουράνια φουρνάρισσα
κι ο Μπετελγκέζ γινόταν
ένας ακόμη
Υπερκαινοφανής.
Μακάρι να διαχώριζα
εκείνη την ανύπαρκτη αγκαλιά,
όπου πάσχιζε η μελισσάνθη
στις δύο πλάκες ανάμεσα
από τον άνθρωπο να απασφαλιστεί.
Τότε η συζήτηση ετούτη θα γινόταν
ένα ποίημα για τον νόστο σας και μόνο.
Μα, όπως βλέπω τα παιδιά κι αντέχουν,
πώς ακουμπούν στους ώμους και στηρίζει το 'να τ’ άλλο,
λέω, ίσως μπορέσει ακόμη κι ένας ύμνος της ζωής να καταλήξει,
κι ας έχει έναυσμα μια τέτοια θλιβερή αφορμή.
μετείκασμα
ΚΑΠΟΙΕΣ ΦΟΡΕΣ που μαζεύει ο καιρός και λες
να το προφτάσω κι αυτό,
να το χωρέσω,
μετριούνται οι ματαιότητες σβησμένα μνήματα,
και το απογευματινό θάμπος
ανακινεί το μωβ της νύχτας,
ένα σπουργίτι θερμόαιμο γίνεται η ψυχή
απέναντι στου θανάτου το φίδι,
κι εκείνη,
μια επιφυλλίδα των ετών
στου ματιού το μετείκασμα,
στο βορινό δωμάτιο
ακόμη συγυρίζει,
κι από το χολ ακούγεται
ο ελλειπτικός της
αποφασιστικός βηματισμός.
πλάγιος του τέταρτου
ΣΙΓΑ ΣΙΓΑ συνηθίζεις
ολόκληρα δέντρα που φέρνουν στον ύπνο σου
κι η αναπνοή τους μυρίζει κατουρημένο χώμα
ή τα ακίνητα σύννεφα
ή την ξερή τους γλώσσα, που δεν πίνει πια•
μερικές σκέψεις που δεν πρόλαβαν να τις σκεφτούν,
και τώρα εκρήγνυνται
σαν αδιαβροχοποιημένα λεπιδόπτερα,
τη λεπτόρροη σκόνη τους
που πυροδοτεί τις αλλεργίες•
αχ, αυτόν
τον χρόνο που πυροβολεί πριν να ρωτήσει•
έπειτα το δυσκολότερο:
την ταυτόχρονη υπήχηση των φθόγγων
ΔΙ και ΝΗ
κατά το ισοκράτημα στον ήχο πλάγιο του τετάρτου
από τον Παναγιώτη Μπουραντά,
δεξιό ψάλτη των Δώδεκα Αποστόλων,
ένα όνειρο πριν
της Σταυροπροσκυνήσεως•
δύο σταχτιά καβούρια που είχαν αρπαχτεί
απ’ τα βικτωριανά μουστάκια του
και το γέλιο του που τράνταζε
το νεκροτομείο•
είκοσι χρόνια πια
πνιγμένος.
(από τη συλλογή ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΕΝ ΕΛΕΥΣΙΝΙ)
Ταρίχευση (για τον πατέρα μου)
Το πρωί,
σβούρισμα στο χοντρό αλάτι και στη σόδα,
μια στη ρίμα, μια στη λίμα,
το κούφιο πτηνό
βαλσαμώθηκε στην αμμωνία,
ως βαθιά στις κοιλότητες,
ο χρόνος διόδιο πέρα δώθε το πήγαινε
αλλά το εγχείρημα επέτυχε.
Οι ταριχευτές, στο γερτό αναλόγιο,
διάβαζαν ίαμβους
με βυζαντινά μετρήματα,
ενώ ένας τζουράς μακρυμάνικος,
γουργούριζε στο νερό•
μ’ ένα ραβδί ένας ένας,
τσάκιζαν τα φτερά στον κάλαμο
κι αν κάποιο τραγουδούσε,
το έπνιγαν με πιπέρι•
κανείς δεν πρόσεχε το γέροντα γαμπρό,
που έσερνε - στο διάδρομο - τους ζάλους δίχως νύφη.
Μετά έκοψαν την τούρτα,
σκούπισαν τα πούπουλα,
έπλυναν τα ρετσίνια και την πίσσα
κι απέμειναν κατάκοποι να τον κοιτούν που κατέβαινε αργά στο συχώριο του,
ευθυτενής,
πάντα άρχοντας,
με το πουλί στην αγκαλιά
κι ένα λευκό κρινάκι στο πέτο.
Λαμπρινή (Τίποτα δεν ορίζω)
Νύχτα πρώτη•
δίχως ρούχα σε πέταξαν
έβγαλες φτερά
κι έγινες σύννεφο•
άσπριζε το όνειρο στη μέση του
μόλις φανερωνόσουν
και τα χείλη σου ήταν το ήπαρ σου•
έβρεχε το αίμα του και στέγνωνε
κι όσο μιλούσαμε
γινόταν ένα σφουγγάρι κυστικό
με σχοινιά και νήματα
ή το απότοκο μιας άλλης γέννας
παράλληλης•
για χρόνια σε θαύμαζα
πώς
γυάλιζε το εφηβαίο σου
σαν αφαλός μιας κλειδαριάς
(μα το κλειδί, χαμένο)
βαθύς ο αντίλαλος καθώς οι οργασμοί σου κατέληγαν
σε εκείνη τη συστάδα
που απώλεσε
ολόκληρο το φλεβικό μου απόθεμα•
μόνο μια ζέρμπερα
βρεγμένη από φως
λίγη απ' τη λάμψη σού
αφαιρούσε
(τα ζώα επίμονα
χτένιζαν τις ουρές τους
και σε αδρές κοτσίδες
με ουρανό και προσευχή
τις έπλεκαν)
Τέλος, ήρθαν και κάτι βλάμηδες
με ένα σεντόνι θάνατο
δάκρυζαν απ' τα βλέφαρα
τα δικά τους παιδιά
και δεν μακρηγορούσαν•
καθείς τους ελευθέρωνε έναν ήσκιο
στο αχερούσιο σεντόνι σου/
γέμισε το σεντόνι
σκοτάδια και θάλασσες,
το βένθος τους
θαλερό και μαύρο
(πώς αλλιώς;)
Ήρθαν και βλάχες μάγισσες
να ψάλλουν κι ο θρήνος τους
έτριζε
σαν ασυγκέραστη χορδή•
μονάχα εκεί κατάλαβες
πόσο έζησες:
όταν κόντευες στην έξοδο
και τα μάτια σου αμείλικτα
θαμπώσαν
(μην δεις το τέρμα)
λέω
- Αθάνατη,
που τα κρίματα σε όριζαν,
μήπως
σε παράτησε ο ουρανός;
και θέλω να φωνάξω:
- εδώ που φυτρώνουν μονάχα σπασμένα πεύκα
και ιδρωμένες αγκαλιές
άνθισε κι ένα κορίτσι
από υγρό χρυσάφι•
και ψάχνω στις λέξεις
να βρω έναν Θεό
να σου αλλάξει
τα βήματα κοντεύοντας
προς
την ύστατη βρύση•
όμως, εν τέλει,
τίποτα στ' αλήθεια
δεν ορίζω
-παρεκτός, ίσως, απ' την
ανάγκη μου
τον άτιμο τον θάνατο να εξηγήσω.-
Πλειάδες (για τον Αλέξη Τραϊανό)
Κάθε βράδυ σε συναντά στα φανάρια,
η ζητιάνα της Ερατοσθένους,
στον ουρανό
αστράφτουν μόνο οι Πλειάδες,
λαμπρότερες κι απ’ τη Σελήνη,
και το οίδημα στο πόδι της θεριεύει
αραχνοειδώς,
τρίβει το στήθος της
με μιαν αυτάρεσκη αξιοπρέπεια•
τις σεξουαλικές ευχές της:
«-να γαμιέσαι καλά μέχρι να πεθάνεις!»
μεταφέρεις σε δοχείο ταπεινό
ως άγιο μύρο
διότι πάντα η ζωή θα ορίζεται έτσι
μέσα από έναν παράφορο,
ή έναν τραγικό έρωτα•
όμως εσύ ο ίδιος
-που γεννήθηκες με ένα περίστροφο στο μπράτσο σου-
ενώ διαβάζεις τον Κίρκεγκωρ
σα να ήταν ο Καντ,
από παιδί μεθοδεύεις,
τη νομοτελειακή σου
αυτοχειρία._
Ενύπνια προς το τέλος
Βαθύ θέρος
το ζωντανό διάζωμα
που ξεχώριζε
τα ζώα στα παχνιά τους
αχνίζει•
άλλα χρόνια τότε •
φέρναμε νερό στα χέρια
μεγαλώναμε κάτω από τις ελιές
βαραίναμε μπροστά
όχι στα καπούλια
και λέγαμε
του χρόνου του ορφανού
αδέρφι του είναι ο θάνατος•
κι όσοι ακόμα βασανίζονταν
έδερναν έπειτα την κυρά τους
από αγάπη
λες κι ήταν αμαρτία το φύλο
κι όχι η σκατοψυχιά•
δεν ημπορεί να σκληρύνει κι άλλο η ποίηση για
να τους χωρέσει•
καθένας με το τομάρι του
να έρχεται να μεταλαβαίνει
και συγχώρεση
- αν είναι να λάβει -
να λαβαίνει από τα αποθαμένα του.
Η νύχτα
Υπάρχει μια νύχτα που όλο μου διαφεύγει,
σαν ένα τελευταίο νυχτερινό λεωφορείο
που δεν το προλαβαίνουμε
όμως
ένα αγόρι με ασπίδα ουρανού,
την ψάχνει στα βότσαλα και στις σπηλιές των αχινών,
την ψάχνει στις άσπρες πέτρες
εκεί όπου διασταυρώνονται αθόρυβα οι γραμμές των μυρμηγκιών
με τα μεσημβριάνθεμα,
και μια αγέλη πράσινων σκυλιών
διανοίγει με τα δόντια της
μια απόδραση απ’ το Αμόρες Πέρρος
την ψάχνει μες στην αστρική αχλή
στις στάχτες των δασών και των ερώτων,
μα όταν μαζεύει την απόχη του,
πνίγεται ολόκληρη
σε μια κόκκινη αιχμή
και το φως της
δακρύζει τον ήλιο σαν σκουπίδι
Εκεί θυμάμαι που έπλεα σα φουσκωμένος διάνος
στης ποίησης το αδράχτι,
προτού
να αρχίσω να ζηλεύω, τη σιωπή των δέντρων
και του σκότους
το πολύχρωμο επισκίασμα.
(από τη συλλογή ΕΝΥΠΝΙΑ ΤΑ ΜΕΘΕΟΡΤΙΑ)
ό,τι μετριέται
ο χρόνος δεν είναι ό,τι μετριέται• είναι ό,τι δεν μετριέται κι ό,τι χάνεται.
ο χρόνος που είναι ένας θόρυβος
ο χρόνος είναι ένας θόρυβος που καταπίνει άλλους θορύβους•
τη χορδή ενός βιολιού ενώ τεντώνεται ασυγκέραστη, το θρόισμα των μαλλιών
σου πάνω από ένα αυλινό γλαστράκι, εκείνο το τικ τακ που έκαμαν τα παλιά
ρολόγια• τη μάνα μου που δάκρυζε στην αντίληψη του τέλους της κι όσες
μέρες πέρασαν ενώ, σχεδόν, την είχε εγκαταλείψει το κορμί της.
ατελής ή ά-σχημη
Η κόρη του Μανιού πάλευε χρόνια να βρει ένα σχήμα. Την μια τεντωνόταν,
την άλλη κοβόταν. Αφού κοιμηθήκαμε μαζί και χώρεσε στη μασχάλη μου,
πήρα το ψαλίδι και της έκοψα ένα υπερβολικό συνημίτονο δίχως αίμα• μόνο με
έρωτα και διαβήτη.
ο Ήσκιος ο βαρύς
Ανεβαίνοντας προς το σπίτι παραφύλαγε ο Ήσκιος ο βαρύς ντυμένος στα
κατακόρυφα ραβδιά του. Μόλις ακουμπούσαν στο μπαστούνι μου τα ραβδιά
παραμέριζαν και το έρεβος χυμούσε να μας κατασπαράξει• κατά μέτωπον και
κατά μόνας.
Κύριε, ἱλάσθητι ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν. Δέσποτα, συγχώρησον τὰς ἀνομίας
ἡμῖν
η ποίηση και οι λέξεις
Η ποίηση δεν είναι οι λέξεις της• είναι το αίμα των λέξεων (και τα βουβά
σημαινόμενα.)
οι λέξεις που είναι σφαίρες
Πώς να μιλήσω δίχως λέξεις για τη γλώσσα; θα βυθιστώ στην τριβή και στα
φωνήεντα ενώ ο φλοίσβος θα παρέρχεται
κι η θάλασσα θα ενορχηστρώνει τη φυγή και θα οπλίζει• ένας τοίχος με το
κύμα θα υψώνεται, στην αμμουδιά θα ξεβράζονται τα ποιήματα• σαφρίδια
τουμπανιασμένα.
η ποίηση παλιά
Γεμάτη έμφυλες ταυτότητες ήταν παλιά η ποίηση. Ο ποιητής θα έπρεπε να
τιμάει τα παντελόνια του. Ακόμη κι αν φορούσε φούστες.
η ποίηση τώρα
Τώρα η ποίηση δεν είναι απαραίτητη. Αρκεί η φούστα.
ονοματοδοσία
Μια μορφή εξουσίας, η πιο αυστηρή, είναι η ονοματοδοσία. Ελέγχεις απόλυτα
ό,τι ονομάζεις. Γι’ αυτό τα παιδιά τα βαφτίζουν οι γονείς και τα σκυλιά τα
αφεντικά τους. Έπειτα ο κόσμος ρωτά:
-Τίνος είναι αυτό;
εννοώντας το παιδί ή τον σκύλο.
του γονιού ή του αφεντικού;
Με τα χρόνια το τίνος είσαι αντικαθίσταται με το πού δουλεύεις. Βδέλυγμα
καταντάς αν πεις:
-Είμαι Άνεργος!
οι ορισμοί
Δεν με απασχολούν οι ορισμοί εκτός κι αν παράγονται αφ’ εαυτοί ώστε να
δηλώνουν την έννοιά τους σαν ένα ποίημα της γλώσσας. Τότε μόνο έχουν ένα
ενδιαφέρον εξ ορισμού: ως κατασκευές, ως έργα τέχνης.
οι αφορισμοί
Είναι κι αυτοί ισχυροί και ποιητικοί με τη διαγώνια αλήθεια τους. Αίρουν
κάποια ιδιότητα που παραχωρήθηκε τιμητικά• άρα ατιμάζουν. Πάντα υπάρχει
κρυμμένο δράμα σε μια ατίμωση.
ο αγρός
Το νεκροταφείο του Αγίου Παύλου ήταν παλιά αγρός. Έπειτα φύτρωσαν τα
αγάλματα κι η οξείδωση μαζί με το χώμα προσέθεσε ιχνοστοιχεία στις ρίζες
και στους κοντινούς κορμούς. Με τα χρόνια κάποια αγάλματα γίναν δέντρα.
Με τα χρόνια ήρθαν κι οι τάφοι έρποντας σαν εμιγκρέδες. Αργές και
κουρασμένες οι ταφόπλακες. Επιδέξια ελισσόμενοι οι μαρμάρινοι σταυροί.
η ανάπαυση
Εδώ κείται ο γιος του τυπογράφου Πλοτέν• ο θάνατός του συμβαίνει διαρκώς
εντός πλαισίου: στο σφραγισμένο νεκροκρέβατο ανάμεσα στα διπλωμένα
σεντόνια, στο μεταθανάτιο πορτρέτο στην κορνίζα από σφένδαμο στην
επιτύμβια στήλη κάτω από τη μαρκετερί με τα ζουμπούλια. Έτσι δεν διαφεύγει
και ο πόνος. Τέσσερις αιώνες ερμητικά κλειστός.
η αντισταθμιστική αγρανάπαυση
Στον αυλόγυρο θαμμένοι ορισμένοι δομινικανοί μοναχοί, ένας κόρακας με
γυάλινο ράμφος, μια μίτρα επισκόπου της Ρουέν• τα μικρούτσικα γάντια της
Ζιζέλ (να μην κρυώνει εκεί που πάει). Ένα βιβλίο με την Παλατινή Ανθολογία•
τις νύχτες ανοίγει μόνο του και τους διαβάζει. Οι δομινικανοί είναι οι πρώτοι
που σκιρτούν. Οι τάφοι αχνίζουν στο σκοτάδι._
(από τη συλλογή ΓΕΝΟΣΗΜΑ)
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Κωνσταντίνος Χ. Λουκόπουλος γεννήθηκε στην Ελευσίνα το 1965. Σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και Ιστορία και Φιλοσοφία της Επιστήμης στο ΕΚΠΑ. Ποιήματά του και πεζά έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα [Πολιτιστική (1984, 1985), Ρεύματα (1992), Οροπέδιο (2018)] καθώς και σε διαδικτυακά περιοδικά (bibliothèque, Ποιείν, Bακχικόν, Στάχτες, Περί Ου, Φρέαρ, Χάρτης, Fractal κλπ), στους συλλογικούς τόμους της διαδικτυακής ομάδας CRAFT ("CRAFTBOOK I" (Γαβριηλίδης - 2013), "CRAFTBOOK II - Ετερότητα" (μικρές εκδόσεις - 2015), στις ανθολογίες "DiPgeneration" (Θράκα - 2016, Μανδραγόρας - 2018). Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά (από τον Ρόμπερτ και τη Δέσποινα Κριστ), στα ιταλικά (από τη Μικέλα Σορβίνο) και στα γερμανικά (από την Κατερίνα Λιάτζουρα). Κείμενά του στοιχειοθέτησαν την παράσταση των Αισχυλείων 2017, Επιτάφιος εν Ελευσίνι, σε σκηνοθεσία Χρήστου Δήμα με τη συμμετοχή της Λαϊκής Ορχήστρας Μίκης Θεοδωράκης. Υπήρξε -για μεγάλο χρονικό διάστημα- συγγραφέας βιβλίων Φυσικής στις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα και Έναστρον. Εργάζεται ως καθηγητής Φυσικής σε φροντιστήρια. Διατηρεί το ιστολόγιο: Έλευσις, ένα ταπεινό ενδιαίτημα αθανασίας (https://loukopk.wordpress.com/)
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Η Τέχνη του Γράφειν – συλλογικό – Καστανιώτης 1993
Επιτάφιος εν Ελευσίνι – ποιήματα - Μικρές Εκδόσεις - 2018
Οι Πόλεις το Χειμώνα – μικροκείμενα και διηγήματα μπονζάι - Έναστρον – 2018
Θησαυροί της Άμμου – ποίηση της ελληνικής κρίσης - TREASURES OF THE SAND - POETRY OF THE GREEK CRISIS (συλλογικό – δίγλωσσο – μετάφραση Δέσποινας και Ρόμπερτ Κριστ) – Εκδόσεις ΑΩ- 2019
Επιτάφιος εν Ελευσίνι – ποιήματα – δεύτερη έκδοση - Έναστρον – 2020
Ενύπνια τα Μεθεόρτια – ποιήματα – Έναστρον – 2020
Λέξεις αιχμηρές σαν πρόκες/ Wörter spitz wie Nägel – (συλλογικό – δίγλωσσο –μετάφραση στα Γερμανικά Κατερίνα Λιάτζουρα) – εκδόσεις Ρώμη 2021
Γενόσημα – 278 πεζά ποιήματα – εκδόσεις ΑΩ -2021
Κάτω Χώρες – ποιήματα – Έναστρον 2022 (υπό έκδοση)