Θα δούμε ένα πολύ ρεαλιστικό διήγημα με φόντο βίαιες και εγκληματικές συμπεριφορές μεταξύ οπαδών. "Ήρθε ο καιρός να βγάλεις τις βοηθητικές" της Νίκης Μουντράκη!
Ήρθε ο καιρός να βγάλεις τις βοηθητικές-ΝΙΚΗ ΜΟΥΝΤΡΑΚΗ
Κάθονταν χωριστά, ο καθένας στη δική του θέση. Κανείς δεν κοίταζε κανέναν. Ο Σεργκέι είχε στυλώσει το βλέμμα στον ορίζοντα, λες κι ένα θαύμα εκτυλισσόταν μπροστά του. Όμως δεν έβλεπε τίποτα. Σκεφτόταν τις τελευταίες μέρες. Την Πέμπτη είχε πάρει το σχολικό λεωφορείο απ' τον ΟΑΕΔ της Λακκιάς και στις τρεις ήταν στην Ανάληψη. "Αφού δεν τα παίρνει τα γράμματα, ας μάθει τουλάχιστον μια τέχνη", είχε πει ο πατέρας του. Βαριεστημένα άρχισε να τρώει και φόρεσε τ' ακουστικά για να ακούσει τον αγαπημένο του τράπερ:
* "Half Greek μέσα από τη Σαλόνικα
και μισός από Αρμενία,
γαμημένη γενιά,
γάμησέ τα κοινωνία,
μεγάλωσα με αλητεία,
δεν πατούσα στα σχολεία,
ούτε πήγα σε ωδεία,
δεν πήρα υποτροφία".
Θα άραζε λίγο και πριν έρθουν οι δικοί του από τη δουλειά, θα την έκανε. Ξεκινούσε το γνωστό τροπάρι και δε γούσταρε καθόλου. Κατά τις 5 πέρασε από τον σύνδεσμο κι αργότερα με όλη την τσακαλοπαρέα την έπεσαν στη Ναυαρίνου. Τα γνωστά - τοιχάκι, κρέπα στο χέρι, τσιγαριλίκι και χαλβάδιασμα στις φοιτητριούλες που σουλάτσαραν. Συχνά κανονίζαν τσαμπουκάδες με άλλες αντίπαλες αθλητικές ομάδες για να ανεβαίνει η αδρεναλίνη. Έπεφτε γερό ξύλο και μαχαιρώματα στα κωλομέρια. Τα μεσάνυχτα κατηφόρισαν στον λευκό πύργο, προχώρησαν προς το άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου και την άραξαν στο γρασίδι. Ο κόσμος είχε αραιώσει για τα καλά κι έκανε ψύχρα. Περίμεναν, δε βιάζονταν. Σιγά μην πήγαινε στη σχολή αύριο. Άλλη μια κοπάνα, ποιος χέστηκε! Περίμεναν λοιπόν κι ο στόχος δεν άργησε να φανεί. Πήραν θέση, δύο μπροστά και δύο πίσω. "Κινητό, λεφτά, γρήγορα !" Άρπαξαν ό,τι ήθελαν, αλλά ο Σεργκέι δεν έμεινε ευχαριστημένος. Έβγαλε τον σουγιά -τον κουβαλούσε πάντα μαζί του- , κι έριξε δύο τρεις μαχαιριές με μανία στα πλευρά του άντρα. "Πάμε ρε μαλάκα, άστον" , τον παρότρυναν οι υπόλοιποι. Αλλά εκείνος ήταν θυμωμένος, δεν ήξερε γιατί. Ήταν πολύ θυμωμένος. Μετά έφυγαν τρεχάλα. Ο καθένας προς διαφορετική κατεύθυνση. Στην Ευζώνων, στο πάρκο της ΕΡΤ3, έκαναν τη μοιρασιά.
Όταν έφτασε στο σπίτι, το βρήκε ήσυχο. Ο πατέρας κοιμόταν και η μητέρα εμφανίστηκε στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας με τη νυχτικιά της. Τον κοίταξε θλιμμένα, βαθιά στα μάτια, αλλά δεν είπε τίποτα. Καιρό τώρα δεν έβγαζε μιλιά.
Μετά από δύο μέρες τους μπουζουριάσανε. Γνωστοί και μη εξαιρετέοι, η ασφάλεια έφτασε γρήγορα στα ίχνη τους. Έγινε εξακρίβωση δακτυλικών αποτυπωμάτων και η αναγνώριση από τον χτυπημένο άντρα. Ο εισαγγελέας αμέσως διέταξε την προφυλάκισή τους. Συνήθως τους έπιαναν, τους κρατούσαν μερικές μέρες και μετά τους άφηναν.
Έβαζε δικηγόρο ο σύνδεσμος ή οι γονείς τους και τη σκαπούλαραν. Τώρα δεν εμφανίστηκε κανείς. "Ως πότε θα είμαστε οι βοηθητικές σου, πότε θα βάλεις μυαλό;" φώναζε ο πατέρας του.
Η κλούβα ξεκίνησε. Θα άφηναν τους μισούς στην Κασσαβέτεια, στον Αλμυρό, και τους υπόλοιπους θα τους πήγαιναν στον Αυλώνα. ** "Ξέρω μάνα τα 'κανα πουτάνα, γυρνούσα τη νύχτα ως αργά μες στην αλάνα, μπάτσοι θέλουν να με βρουν, μα βρίσκαν την τζιβάνα, έφυγα απ' το σπίτι, γιατί είχα όνειρα μεγάλα", σιγοντάριζε χαμηλόφωνα ο Σεργκέι. Έβγαλε τα ακουστικά από τ' αυτιά του και κοίταξε αδιάφορα τα γελάδια που έβοσκαν στις όχθες του Λουδία.
* στίχοι απ' το τραγούδι "Xapiacocomayro" των Bossikan and Chico Beatz.
** στίχοι απ' το τραγούδι "Ξέρω μάνα" του Saske
Βιογραφικό σημείωμα
Η Νίκη Μουντράκη γεννήθηκε στις Στάβιες Ηρακλείου Κρήτης. Απόφοιτη της φιλοσοφικής σχολής του Αριστοτέλειου πανεπιστημίου και της σχολής ξεναγών Κρήτης. Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί στον έντυπο και στον ηλεκτρονικό τύπο.