Θα δούμε τις σκέψεις της φιλόλογου Θεοπούλας Τσαπάνη πάνω σε δύο ποιήματα του ποιητή Νίκου Παπάνα που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Θευθ!
Διαβάζοντας μικρές αγγελίες υπό τον ήχο ενός γλωσσικού κομπολογιού: σκέψεις με αφορμή δύο νέα ποιήματα του Νίκου Παπάνα
γράφει η Θεοπούλα Τσαπάνη
Μπορεί η ποίηση να γίνει παιχνίδι; Ναι, μας απαντά ο Νίκος Παπάνας με τα δύο νέα ποιήματά του, που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Θευθ (τεύχος 21, Ιούνιος 2025, σελ. 51-52).
Με το πρώτο ποίημα («Κομπολόι της γλώσσας») μας προτείνει να παίξουμε με τις χάντρες ενός ποιητικού κομπολογιού. Προφανώς δεν μας στέλνει να περιηγηθούμε ανάμεσα στις προθήκες του ομώνυμου μουσείου στο Ναύπλιο. Αντ’ αυτού προκαλεί τον νου και τις αισθήσεις μας να απολαύσουν το παιχνίδι των γραμμάτων, των συλλαβών και των λέξεων που δένονται μεταξύ τους με βελούδινη κλωστή, ώστε να σχηματίσουν το κομπολόι της γλώσσας.
Ο εμπνευσμένος τίτλος του ποιήματος είναι μια πρωτότυπη σύλληψη για τη σχηματική απόδοση ενός εργαλείου, της γλώσσας εν προκειμένω, που μπορεί να γίνει χάδι αλλά και μαχαίρι, ανάλογα με τον χρήστη και τον στόχο του.
Οι χάντρες του ποιητικού κομπολογιού είναι επώνυμες. Η κάθε μια μορφοποιεί και αποδίδει ένα χαρακτηριστικό της γλώσσας. Τα τρία πρώτα δίστιχα καλύπτουν την υλική της υπόσταση (συλλαβές, γράμματα, λέξεις) και όλα μαζί τη λειτουργικότητα και τα συνθετικά της. Ουσιαστικά, ο ποιητής δημιούργησε ένα ποιητικό γλωσσικό κομπολόι, που οι χάντρες του είναι πλασμένες έτσι ώστε ανά δίστιχο να αποδίδουν την εκφραστική ικανότητα της γλώσσας, την οποία χαρακτηρίζει η δυναμική στιβαρότητα (κόψη τρομερή), η τρυφερότητα (βελούδινη), η θαλπωρή (τρυφερά ζεσταίνει), η μουσική (της αυγής μελωδία), η πολυχρωμία (πόσα χρώματα), η νοσταλγία (όνειρα, μνήμες, πάθη). Και φυσικά δεν λείπει η μαγική χάντρα, ο «παπάς», που κλείνει τον κύκλο του κομπολογιού στην τελευταία στροφή.
Ολόκληρο το ποίημα, υπηρετώντας πιστά την επιλογή του ποιητή, δηλαδή την ανάδειξη της γλώσσας, ενεργοποιεί τις αισθήσεις μας, όπως ακριβώς και οι χάντρες σ’ ένα πραγματικό κομπολόι αιχμαλωτίζουν το βλέμμα με το χρώμα τους, το σχήμα τους μαγεύει την αφή, ενώ ταυτόχρονα ο ήχος τους ακούγεται σαν μελωδία, η μυρωδιά του κεχριμπαριού διεγείρει τη όσφρηση και το σύνολό τους επηρεάζει το θυμικό. Αυτές τις ικανότητες αναγνωρίζει ο ποιητής και στη γλώσσα.
Καταλήγοντας δένει το κομπολόι του με το τελευταίο δίστιχο, όπου αντιλαμβανόμαστε ότι δημιουργεί την αίσθηση της επαναλαμβανόμενης εναλλαγής. Έτσι κλείνει με την εικόνα της αφρισμένης θάλασσας, αποδίδοντας την έννοια του μαγικού στη γλώσσα, καθώς αυτή, μέσα από την πολυπλοκότητά της, καταλήγει να μεγαλουργεί: Κάθε πρωί σαλπάρουμε/στην αφρισμένη θάλασσα της ομορφιάς.
Άλλωστε με την αρχή του ποιήματος να παραπέμπει ευθέως στον στίχο του εθνικού μας ποιητή (Σε γνωρίζω από την κόψη/συλλαβών την τρομερή), μόνο μια αφρισμένη θάλασσα μπορούσε να την αντιμετωπίσει!
Στο δεύτερο ποίημά του με τον τίτλο «Μικρές αγγελίες» ο Παπάνας βρίσκει την ευκαιρία να εκφράσει, με λιτά τρίστιχα ποιήματα, τις συναισθηματικές ανάγκες του σύγχρονου ανθρώπου, του ιδίου μη εξαιρουμένου (για τις ψυχές μας).
Η ευρηματική χρήση των ρημάτων στην κορυφή κάθε στροφής προσθέτει ένταση και δυναμική στην έκφραση για το ζητούμενο κάθε φορά. Στις έξι τρίστιχες στροφές του ποιήματος ισορροπεί και εναλλάσσεται το ζητείται με το πωλείται και το ενοικιάζεται με τρόπο που κάθε φορά τα ρήματα ηχούν σαν κραυγή η οποία ταυτίζεται και επιβεβαιώνει τον ορισμό του Πολ Βαλερύ ότι ποίηση είναι ανάπτυξη ενός επιφωνήματος.
Ο ποιητής στις «Μικρές αγγελίες» εξωτερικεύει την αγωνία του για όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας: Πωλείται/ρολόι τσέπης/που μετρά τα όνειρα. Διαβάζοντας το ποίημα, αισθανόμαστε ότι λειτουργεί ως ο καθρέφτης της σύγχρονης κοινωνίας. Στην εποχή δηλαδή που κίνητρο κάθε ενέργειας είναι το υλικό κέρδος και οι αντίστοιχες απολαβές, λείπουν οι ποιητές, ενώ θυσιάζεται το καλό του συνόλου για την ατομική ευημερία. Έχουν εκλείψει οι προσδοκίες και τα όνειρα: πωλούνται ακόμα και οι αξίες που τα κατοχυρώνουν.
Ο απέραντος ωκεανός της ανθρώπινης ματαιοδοξίας απαιτεί τολμηρούς καπεταναίους για να την υποτάξουν: Ζητείται/ατρόμητο φιλί/να κατακτήσει τα πέλαγα. Και προκύπτει το ερώτημα: Ενοικιάζεται-Πωλείται-Ζητείται, όμως ευρήσεται;
Κλείνοντας την προσπάθεια προσέγγισης των δύο ποιημάτων, γίνεται προφανές πως και τα δύο αποτελούν έκφραση αναζήτησης, προβληματισμού και, νομοτελειακά, ανάδειξης του θέματός τους. Συγκλίνουν όμως στην κατακλείδα τους, καθώς ο ποιητής εναποθέτει την τελική έκβαση στην προσπάθεια που θα καταβάλει ο άνθρωπος για να ξεπεράσει τον εαυτό του, ώστε να φτάσει στον τελικό του στόχο, που είναι και το ζητούμενο σε κάθε ποίημα.
Θεοπούλα Τσαπάνη
Φιλόλογος